Epitome of the Kriaras Dictionary

Go

Search options

Basket

Lemma "λογάριον"
λογάριον το· λαγάριν· λοβάριν· λογάρι· λογάριν.
  • Χρήματα, θησαυρός, περιουσία, πλούτος:
    • (Χρον. Μορ. H 4239
    • άνοιξον το λογάρι μου κι έπαρον όσον θέλεις (Χρον. Μορ. H 287· Ερωτόκρ. Γ́ 902
    • καλλίων φίλος εις στράταν παρά λογάριν (Μαχ. 15820).

[αρχ. ουσ. λογάριον. Ο τ. λοβάριν και σήμ. κυπρ. Ο τ. ‑ι στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. ή λαϊκ. (Δημ., Κριαρ.). Ο τ. ‑ιν τον 6.-7. αι. και σήμ. ποντ. και κυπρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go