Epitome of the Kriaras Dictionary
Lemma "κροκόδειλος" | << First < Previous Next > Last >> |
- κροκόδειλος ο· κοκόδρουλος· κορκόδειλος· κορκόνδειλος· κορκόνειλος· σκορκόνδειλος.
-
- Kροκόδειλος:
- (Zήν. B´ 324).
- H λ. ως κύρ. όν.:
- (Σφρ., Xρον. 16224).
[μτγν. ουσ. κροκόδειλος (αρχ. ‑δι‑). O τ. κοκόδρουλος από επίδρ. του ιταλ. coccodrillo· πβ. και τ. κορκόδριλλος, που απ. σε Γλωσσάρ. O τ. κορκόδειλος μτγν. (‑δι‑) και σήμ. O τ. κορκόνειλος στο Du Cange (‑νι‑). H λ. και σήμ.]
- Kροκόδειλος: