Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "κήρινος" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κήρινος, επίθ.· κέρινος.
-
- Φτιαγμένος από κερί:
- (Ερωτόκρ. Δ´ 1763), (Αλεξ. 13).
[αρχ. επίθ. κήρινος. Ο τ. και σήμ.]
- Φτιαγμένος από κερί:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
Λήμμα "κήρινος" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[αρχ. επίθ. κήρινος. Ο τ. και σήμ.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |