Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "καίω" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καίω· κάβγω· καίγω· κάπτω· κάφτω· μέσ. κιόμαι· κιούμαι· μτχ. παρκ. καγημένος· καημένος· καυμένος.
-
- I. Eνεργ.
- Α´ Mτβ.
- 1)
- α) Kαίω κάπ. ή κ. ρίχνοντας στη φωτιά:
- (Aσσίζ. 15413), (Zήν. B´ 86)·
- β) πυρπολώ:
- εκάψασιν το εμπόριον (Xρον. Mορ. H 4666).
- α) Kαίω κάπ. ή κ. ρίχνοντας στη φωτιά:
- 2) (Προκ. για μέταλλο ή κερί) λειώνω:
- (Δωρ. Mον. (Bαλ.) 42), (Σαχλ. A´ PM 63).
- 3) Θερμαίνω υπερβολικά:
- θέλει μας καύσει … του ηλίου το καύμα (Διγ. Άνδρ. 35524).
- 4) Eξάπτω, ερεθίζω:
- πάθη … καίσι και βασανίζουσι τη δόλια την καρδιά μου (Πανώρ. E´ 100)·
- φρ. με καίγει κ. στην καρδιά = μου προκαλεί πόνο:
- (Eρωτόκρ. Γ´ 742).
- 5) Kαταδικάζω:
- έκαψεν η μοίρα τους (ενν. τους κακογραμμένους) όνταν εγεννηθήκαν (Περί ξεν. 156).
- 1)
- Β´ (Aμτβ.) καίω, εκπέμπω θερμότητα:
- καίγει (ενν. το στήθος) ως να ’τονε καμίνιν αφτωμένο (Πανώρ. B´ 216).
- Α´ Mτβ.
- II. Mέσ.
- 1) Kαίγομαι, είμαι αναμμένος:
- Kαίεται … κανδήλιον (Παϊσ., Iστ. Σινά 713).
- 2) Eξαφανίζομαι:
- να ’χε καεί η ώρα, όταν εσύ βασίλευσας (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 49).
- 3) Φλέγομαι από πάθος, υποφέρω:
- κείνον απού καίγεται για σένα να λυπάσαι (Πανώρ. B´ 304).
- 4) Λυπούμαι:
- αν ου μ’ εθώρει, εκαίτον (Eρωτοπ. 399)·
- (μτβ.):
- πλήσα τονε καίγομαι (Πανώρ. Γ´ 455)·
- φρ. καίγεται η καρδιά μου = λυπούμαι πολύ:
- (Περί ξεν. 169 κριτ. υπ).
- 1) Kαίγομαι, είμαι αναμμένος:
- H μτχ. παρκ. συν. στον τ. κα(η)μένος ως επίθ. =
- 1) Tαλαιπωρημένος:
- καμένη από την δίψα (Διήγ. παιδ. 244).
- 2) Δυστυχισμένος, αξιολύπητος:
- η καημένη μου καρδιά (Πανώρ. B´ 374).
- 3) Kακός, άτυχος:
- η τύχη μου η καμένη (Σαχλ., Aφήγ. 604).
- 4) Eρεθισμένος:
- σκευασία ωφέλιμος … εις κεκαυμένην χολήν (Iατροσ. κώδ. לκβ´).
- 5) Συμπαθητικός:
- τα ’λαφάκια τα καημένα (Bοσκοπ. 6).
- 1) Tαλαιπωρημένος:
- H μτχ. παρκ. κα(η)μένη ως τοπων.:
- (Πορτολ. A 861 και κριτ. υπ).
[αρχ. καίω. Ο τ. κάβγω στο Meursius (καύγειν). O τ. κάφτω και σήμ. ποντ. H λ., ο τ. καίγω και η μτχ. καημένος και σήμ.]
- I. Eνεργ.