Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "καθυποτάσσω" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθυποτάσσω· κατυποτάσσω.
-
- Yποτάσσω εντελώς, κατακυριεύω:
- τοις βασιλεύσιν εύχομαι … εχθρούς καθυποτάξαι (Γλυκά, Στ. 561).
[μτγν. καθυποτάσσω]
- Yποτάσσω εντελώς, κατακυριεύω: