Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "καθορκίζω" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθορκίζω· κατορκίζω.
-
- Oρκίζω:
- κατορκίζω σε και ομνύω σε εις το σπαθίν σου (Λίβ. N 3671).
[<πρόθ. κατά + ορκίζω. H λ. τον 11. αι.]
- Oρκίζω:
Ένα εγχείρημα του Κέντρου Ελληνικής Γλώσσας για την υποστήριξη της ελληνικής γλώσσας στη διαχρονία της: αρχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, νέα ελληνική αλλά και στη συγχρονική της διάσταση.
Λήμμα "καθορκίζω" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[<πρόθ. κατά + ορκίζω. H λ. τον 11. αι.]
© 2006 - 2008 Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας | Δικαίωμα Πνευματικής Ιδιοκτησίας | Όροι Χρήσης |