Επιτομή Λεξικού Κριαρά
Λήμμα "εξά" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εξά η· εξιά· ’ξα· ’ξιά.
-
- 1)
- α) Εξουσία, δύναμη:
- μην πάρουσι τσι χώρες σου και την εξά σου χάσεις (Ερωτόκρ. Ε´ 173)·
- με την ρηγατικήν εξά, που ’τρεμε το παλάτι (Ερωτόκρ. Δ´ 1312)·
- β) φρ. έχω στην εξιά μου = διαθέτω:
- (Κατζ. Β´ 194).
- α) Εξουσία, δύναμη:
- 2)
- α) Αυτοκυριαρχία:
- εμπήκες σ’ έτοια παιδωμή κι ήχασες την εξά σου; (Ερωτόκρ. Α´ 910)·
- β) φρ. δεν είμαι άξιος τσ’ εξάς μου = δεν εξουσιάζω, δεν ορίζω τον εαυτό μου:
- (Ερωτόκρ. Γ´ 515).
- α) Αυτοκυριαρχία:
- 3)
- α) Εξουσία· δικαίωμα:
- μ’ όλο που ’χεις την εξά να πάρεις τη ζωή μου (Ερωτόκρ. Γ´ 89)·
- β) πληρεξουσιότητα, εντολή:
- εσένα δίδω την εξά το πράμα να τελειώσεις (Πανώρ. Ε´ 269· Φορτουν. Ιντ. α´ 156).
- α) Εξουσία· δικαίωμα:
[<ουσ. εξουσία. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πιτυκ.)]
- 1)