Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ουγγία η· 'γγιά· ογγιά· ογγία.
-
- 1)
- α) Μονάδα βάρους· ισοδυναμεί με το 1/12 της λίτρας:
- κύμινον ογγιές δύο (Σταφ., Ιατροσ. 13351· Metrol. 13723)·
- (προκ. να δηλωθεί πολύ μικρή ποσότητα):
- Μ’ ογγιά ψωμί κι ογγιά νερόν επέρναν η ζωή της (Ερωτόκρ. Δ́ 741)·
- β) μονάδα με την οποία ζυγίζονταν νομίσματα:
- εξακόσια υπέρπυρα διά βενετικών δουκάτων … ιστόντων ουγγίας εξακοσίας (Metrol. 14129).
- α) Μονάδα βάρους· ισοδυναμεί με το 1/12 της λίτρας:
- 2) Μονάδα με την οποία μετριέται επιφάνεια· ισοδυναμεί με το 1/12 της λίτρας (βλ. ά. 2):
- υπάρχει ο τοιούτος τόπος μοδίων γ́ λιτρών ιή ουγγίων ζ́ (Metrol. 9628).
- 3) (Προκ. για κληρονομιά) μερίδιο ίσο με το 1/12 της κληρονομικής περιουσίας:
- λαμβάνουν (ενν. τα παιδία τα πορνικά) το δωδέκατον, ήγουν ουγγίαν μίαν της ουσίας (Ελλην. νόμ. 54218).
[αρχ. ουσ. ουγγία. Ο τ. ογγιά στο Du Cange και σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ογγία ήδη αρχ. και σε έγγρ. του 16.-18. αι. Τ. ουγγιά στο Somav. (λ. ο‑) και σήμ. Η λ. και άλλοι τ. της λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1)
- ουγγιασμός ο.
-
- Ο υπολογισμός με ουγγιές:
- είτι αθροίσεις, εκείνο το ποσόν εις τον ουγγιασμόν φέρων, ευρήσεις ευχερώς το τίμημα (Rechenb. (Vog.) 804).
[<ουσ. ουγγία κατ’ αναλογ. με ουσ. σε ‑σμός. Η λ. τον 3.-4. αι.]
- Ο υπολογισμός με ουγγιές: