Επιτομή Λεξικού Κριαρά
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπας, μόρ.· πας.
-
- (Με επόμ. το και)
- 1) (Σε ευθεία ερωτ. πρόταση· εδώ ακολουθεί το να) μήπως:
- Πας και να 'τον και τούτος …; (Μαχ. 7424).
- 2) (Σε πλάγια ερωτ. πρόταση):
- Ένι και δυνατόν … πας και αποθάνει εις τον πόλεμον (Μαχ. 3309).
- 3) (Σε ενδοιαστ. πρόταση) μην τύχει (και):
- εφοβήθην (ενν. ο ρήγας) πας και στείλουν απέ τα ξύλα τους (Μαχ. 3449).
- 4) (Σε είδος πλάγιας ερωτ. πρότασης για να δηλωθεί κ. το ενδεχόμενο ή επιδιωκόμενο και επιθυμητό) μήπως (και): ο λαός ζητά να βγούν να πολεμήσουν, πας και νικήσουν το Τουρκίν
- (Θρ. Κύπρ. Μ 218).
[<συνεκφ. μην πας (και)· βλ. και μήμπα. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- μπασάς ο,
- βλ. πασάς.
- μπασεβγασίδι το.
-
- Κατώφλι:
- ομπρός στην πόρταν ήτονε εις το μπασεβγασίδι όφης τρικεφαλόστομος (Πικατ. 82).
[<ουσ. (ε)μπασά (ε‑, ά. εμβασία) ή μπασίδι (Δημ.) + (ε)βγασίδι (βγ‑, ΙΛ). Η λ. και σήμ. στην Κρήτη, όπου επίσης λ. ‑βγαρσίδι και μπαινοβγαρσίδι (Πιτυκ.)]
- Κατώφλι:
- μπασίας, μπασιάς ο,
- βλ. πασάς.
- μπασμένος, μτχ.,
- βλ. μπαίνω.
- μπάσο το.
-
- Είδος μεγάλου εγχόρδου που παράγει βαθύ ήχο, μπάσο:
- άρπες, μπάσα και φιαούτα (Φαλλίδ. 97).
[<ιταλ. basso. Η λ. στο Somav. II (λ. basso) και σήμ.]
- Είδος μεγάλου εγχόρδου που παράγει βαθύ ήχο, μπάσο:
- μπασσινέτιν το· πασσανέττιν· πασσινέττιν.
-
- Είδος περικεφαλαίας (14. αι.):
- (Μαχ. 45828).
[<γαλλ. bassinet]
- Είδος περικεφαλαίας (14. αι.):
- μπασταρδικός, επίθ.· ουδ. μπαστάρδικον· παστάρδικο(ν).
-
- Νόθος, όχι γνήσιος:
- εν τῳ μπασταρδικῴ γένει (Σφρ., Χρον. 18215).
- Το ουδ. ως ουσ. = νόθο παιδί, μπάσταρδο:
- της κούρβης … το μπαστάρδικον (Σπαν. (Ζώρ.) V 605).
[<ουσ. μπάσταρδος + κατάλ. ‑ικός. Το ουδ. ‑άρδικον, καθώς και τ. ‑άρδικος στο Somav. και σήμ.]
- Νόθος, όχι γνήσιος:
- μπαστάρδι(ν) το· παστάρδι.
-
- Νόθο παιδί, μπάσταρδο:
- θέλεις κάμει και παστάρδι για ντροπή του βασιλέως (Πτωχολ. A 217· Ανακάλ. 84).
[<ουσ. μπαστάρδος + κατάλ. ‑ι(ν). Η λ. (‑ι) και σήμ. ιδιωμ. (Meyer, NS IV 58)]
- Νόθο παιδί, μπάσταρδο:
- μπάσταρδος, ουσ. και επίθ.· μπαστάρδος· πάσταρδος· παστάρδος· θηλ. μπαστάρδα· παστάρδα· ουδ. μπάσταρδο(ν).
-
- Νόθο παιδί (γιος ή κόρη):
- να προξενέσει την παστάρδαν του με τον παστάρδον του ρε Φαρράντου (Βουστρ. 18015)·
- (ως επίθ.):
- ο Φερδερίγος βασιλεύς είχεν υιόν παστάρδον (Χρον. Μορ. P 5971)·
- (μειωτ.):
- ειδέ και δεν το παιδεύει, ως μπαστάρδον το έχει (Kαρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 345v).
- Η λ. σε παρων.:
- του δούκα ντε Μπαρμπόν, τόν λέγαν Γραν μπαστάρδον (Κορων., Μπούας 10).
[<βεν. bastardo. Ο τ. ‑άρ‑ στο Meursius και σήμ. κυπρ. Το θηλ. ‑άρδα στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.]
- Νόθο παιδί (γιος ή κόρη):