Επιτομή Λεξικού Κριαρά
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μοιρολογικά τα· μοιργολογικά.
-
- Μοιρολόγια, θρηνωδίες:
- Όστις ηξεύρει γράμματα …, να γράψει μοιργολογικά όλοι να λυπηθείτε (Θρ. Κύπρ. 597).
[πληθ. ουδ. του επιθ. *μοιρολογικός (<ουσ. μοιρολόγιν + κατάλ. ‑ικός) ως ουσ.]
- Μοιρολόγια, θρηνωδίες:
- μοιρολόγιον το· μοιργολόγι(ν)· μοιριολόγι· μοιριολόγιν· μοιρολόγι· μοιρολόγιν· μοιρολόι.
-
- α) Τραγούδι που λέγεται για νεκρό:
- λογιάζοντας πως είν’ νεκρή φιλεί, αποχαιρετά τη και μοιρολόγι θλιβερό τση 'λεγεν (Ερωτόκρ. Έ 1059)·
- β) (γενικ.) θρηνητικό, λυπητερό τραγούδι· θρήνος, οδυρμός:
- να θρηνούνται τη σκλαβιάν τως … λέγοντας μοιρολόγια (Λεηλ. Παροικ. 245· Ευγέν. 730)·
- μουσικήν … έπαιζεν … και μοιριολόγιν έλεγε στεναγμογεμισμένον (Βέλθ. 128)·
- Η κόρη αφ’ τον φόβο της αρχίζει μοιριολόγια (Διγ. O 2447)·
- (με προηγ. το ουσ. δάκρυα):
- να μη σε βρούνε δυστυχιές, δάκρυα και μοιρολόγια (Δεφ., Λόγ. 406)·
- γ) προκ. για παρακάλια, ικεσία:
- (Γαδ. διήγ. 352), (Διγ. O 291).
- Φρ.
- 1) Έρχομαι εις μοιρολόγια = γίνομαι, καταντώ αξιοθρήνητος:
- (Διακρούσ. 10010).
- 2) Σηκώνω, σταίνω, σύρω μοιρολόγι = (αρχίζω να) μοιρολογώ:
- (Εβρ. ελεγ. 170, 160), (Σπαν. (Ζώρ.) V 563).
[<μοιρολογώ + κατάλ. ‑ιον. Ο τ. ‑ιν και σήμ. ποντ. Οι τ. ‑ι (Βλάχ.) και ‑όι και σήμ. Η λ. στο Du Cange (λ. μυρολογείν)]
- α) Τραγούδι που λέγεται για νεκρό:
- μοιρολογίστρ(ι)α η,
- βλ. μοιρολογήτρια.