Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κορόνα η.
-
– Βλ. και κουρούνα (II).
- 1) Βασιλικό στέμμα:
- (Ζήν. Ε´ 178).
- 2) Στεφάνι:
- κορόνες δαφνικές (Θησ. Δ´ [443]).
- 3) Κύκλος:
- οι καβαλιέροι … μια κορόνα εκάμα κι εστέκασιν ογιά να δου (Στάθ. Γ´ 19).
- 4) Θυρεός:
- κορόναν κασσιδίου (Ιμπ. 105).
- 5)
- α) Η κορυφαία, η πρώτη (προκ. για την Παναγία):
- Xαίρε, κορόνα, της κυριάς (Ύμν. Παναγ. 1)·
- β) (μεταφ.) κόσμημα:
- ευρίσκεται (ενν. η παρθενία) κορόνα της ψυχής σου (Ιστ. Βλαχ. 1948).
- α) Η κορυφαία, η πρώτη (προκ. για την Παναγία):
- 6) Είδος νομίσματος:
- (Πηγά, Χρυσοπ. 113 (6)).
- Η λ. ως τοπων.:
- (Τζάνε, Κρ. πόλ. 27413).
[<λατ. corona <αρχ. ουσ. κορώνη. Η λ. στο Meursius και σήμ.]
- 1) Βασιλικό στέμμα:
- κορονάτος ο.
-
- Είδος νομίσματος:
- (Μηλ., Οδοιπ. 642).
[<ιταλ. coronato (DEI, στη λ.2)]
- Είδος νομίσματος: