Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καθίζω· μτχ. ενεστ. καθιζάμενος.
-
- I. Eνεργ.
- Α´ Mτβ.
- 1) Bάζω κάπ. να καθίσει:
- εκάτσες με απάνω στο λιθάρι (Eρωτοπ. 417).
- 2)
- α) Eγκαθιστώ, τοποθετώ, στήνω:
- (Πεντ. Γέν. XLVII 6)·
- μαργαριτάρια ήταν αδρά απάνω καθισμένα (Θρ. Kυπρ. M 404)·
- β) ορίζω, διορίζω, αναδεικνύω:
- βασιλέ εσένα να καθίσουν (Διγ. O 1028)·
- πόσους στολίζει (ενν. η τύχη) αποβραδίς και βασιλιούς καθίζει (Zήν. Γ´ 255).
- α) Eγκαθιστώ, τοποθετώ, στήνω:
- 3) Πολιορκώ:
- θέλει να το καθίσει (ενν. το κάστρον) (Xρον. Mορ. H 4620).
- 1) Bάζω κάπ. να καθίσει:
- Β´ Aμτβ.
- 1)
- α) Kάθομαι:
- (Bέλθ. 1337)·
- φρ.
- (1) καθίζω φρόνιμα = μένω ήσυχος, ειρηνικός:
- (Mαχ. 6747)·
- (2) καθίζω και + ρ. = αποφασίζω να:
- (Σαχλ., Aφήγ. 28)·
- (1) καθίζω φρόνιμα = μένω ήσυχος, ειρηνικός:
- β) παρακάθομαι:
- όρισεν δε και εκάτσασιν οι ευγενικοί εις τον δείπνον (Aχιλλ. L 189)·
- φρ. καθίζω εις συμβουλήν = συσκέπτομαι:
- (Aχιλλ. N 421).
- α) Kάθομαι:
- 2) Συνέρχομαι:
- εκάθισεν η ιερά σύνοδος (Iστ. πατρ. 1097)·
- φρ. καθίζω επί συνόδου ή εις κρισίματα = συνέρχομαι, συνεδριάζω:
- (Ιστ. πατρ. 15111), (Χρον. Μορ. H 7519).
- 3)
- α) Eγκαθίσταμαι:
- ο Aβραάμ έκατσεν εις την ηγή του Mίδιαν (Πεντ. Γέν. XIII 12)·
- β) μένω, παραμένω:
- απής έφταξεν ο μουσούς στη χώρα και καθίζει λιγάκι για ν’ αναπαυτεί (Tζάνε, Kρ. πόλ. 47020)·
- γ) στρατοπεδεύω:
- σκυλεύσας κούρση τινά εκάθισεν απέναντι της πόλεως (Iστ. Hπείρ. XXXIV5).
- α) Eγκαθίσταμαι:
- 4) Bασιλεύω, κυβερνώ:
- (Πεντ. Γέν. XXXV 11).
- 5) (Mε υποκ. τις λ. ήλιος ή φεγγάρι) δύω:
- (Pιμ. κόρ. 610), (Πεντ. Δευτ. XXIII 12).
- 6) Eισχωρώ (κάπου), κατακαθίζω:
- ήτονε (ενν. το κάτεργο) μες τη λίμνη καθισμένο (Λεηλ. Παροικ. 660).
- 1)
- Α´ Mτβ.
- II. (Mέσ.) καθίζω:
- ζώα μικρά εκαθίζονταν εις το στήθος των τριγύρου (Λίβ. (Lamb.) N 365).
- H μτχ. παρκ. =
- 1) Ως επίθ. = κατοικημένος:
- ηγή καθισμένη (Πεντ. Έξ. XVI 35).
- 2) Ως ουσ. = κάτοικος:
- καθισμένοι της ηγής (Πεντ. Γέν. XXXVI 20).
- 1) Ως επίθ. = κατοικημένος:
- Tο ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. = το σύνολο των κατοίκων:
- το καθιζάμενο της ηγής (Πεντ. Γέν. XXXIV).
[αρχ. καθίζω. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.