Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: επιγαμβρεύω
1 εγγραφή
επιγαμβρεύω.
  • I. (Ενεργ.) παντρεύω κάπ. (γυναίκα):
    • την του Καντακουζηνού θυγατέρα επιγαμβρεύσας αυτῴ (Ιστ. Ηπείρ. II7).
  • II. (Μέσ.) (προκ. για γυναίκα) παντρεύομαι:
    • η δε … βασιλίς Άννα επιγαμβρεύεται εαυτῄ άρχοντα τινά (αυτ. II9).

[μτγν. επιγαμβρεύω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες