Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- γασμούλος ο· βασμούλος.
-
- Αυτός που γεννήθηκε από Φράγκο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα·
- εδώ στον πληθ. = γασμουλικόν (βλ. ά.):
- Το του στρατού ελαφρόν, τους παρ’ ημίν λεγομένους βασμούλους (Παράφρ. Χων. 98).
- εδώ στον πληθ. = γασμουλικόν (βλ. ά.):
[πιθ. <γαλλ. gars (πβ. μεσν. λατ. garso, garzo, τ. του garcio «μισθοφόρος στρατιώτης, ακόλουθος, αγόρι», βλ. Niermeyer) + λατ. mulus· πβ. παλαιότ. ιταλ. gasmulo (13.-14. αι., DEI). Η λ. το 13. αι. (LBG)]
- Αυτός που γεννήθηκε από Φράγκο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα·