Επιτομή Λεξικού Κριαρά
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κόξα η.
-
- 1) Γοφός:
- την αρματωσά στην κόξα όπου βάνεις (Πανώρ. Β´ 110 κριτ. υπ.)·
- (μετων.):
- Έδωκας … τον κελάρην … κλειδίν εις την κόξαν του (Σπανός A 344).
- 2) Το πίσω μέρος του γόνατος, γόνατο:
- οι κόξες του κυρτάνα (Γεωργηλ., Θαν. 423).
[<λατ. coxa. Η λ. τον 7. αι. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Γοφός:
- κοξίζω.
-
- Αποτρέπω κάπ. από κ., μεταπείθω κάπ.:
- παίρνεις (ενν. Χάρε) όποιους βούλεσαι … και ’δέ ’ν να σε κοξίσουν (Γεωργηλ., Θαν. 227).
[<ουσ. κόξα + κατάλ. ‑ίζω. Η λ. και σήμ. κρητ. (Πάγκ.)]
- Αποτρέπω κάπ. από κ., μεταπείθω κάπ.: