Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κατάφρακτος, επίθ.
-
- Θωρακισμένος:
- κατάφρακτοι πάντες μετά ισχυράς και σιδηράς πανοπλίας (Καναν. 316).
- Το αρσ. ως ουσ. = θωρακοφόρος:
- Στρατολογήσας γαρ αυτός χιλίους καταφράκτους (Βίος Αλ. 1533).
[αρχ. επίθ. κατάφρακτος]
- Θωρακισμένος: