Επιτομή Λεξικού Κριαρά
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουκιά η· μπουκιά.
-
- Μπουκιά:
- (Κατζ. Γ´ 225)·
- φρ. κρούω βουκιές, βλ. κρούω φρ. 2.
[<ουσ. βούκα + κατάλ. ‑ιά. Πβ. μτγν. βουκία η ή βούκιον (L‑S Suppl., λ. ‑ία· πβ. Lampe, λ. ‑ί(ο)ν και LBG, λ. ‑κ(κ)ίον). Η λ. (Somav.) και ο τ. και σήμ.]
- Μπουκιά:
- βουκινίζω.
-
- Σαλπίζω:
- να βουκινίσετε με τις τουρμπέτες (Πεντ. Αρ. X 9).
[μτγν. βουκινίζω. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σαλπίζω:
- βουκίνισμα το.
-
- Σάλπισμα:
- (Πεντ. Αρ. X 6).
[<αόρ. του βουκινίζω + κατάλ. ‑μα. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Σάλπισμα:
- βούκινο(ν) το.
-
- Κέρας που χρησιμοποιείται ως σάλπιγγα:
- παίξασι τα βούκινα … του πολέμου (Σταυριν. 923).
[<λατ. bucina. Η λ. τον 6. αι. (‑ον) και σήμ. (‑ο)]
- Κέρας που χρησιμοποιείται ως σάλπιγγα: