Επιτομή Λεξικού Κριαρά
26.880 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- α, σύνδ.,
- βλ. αν.
- αβαβοέ η.
-
- Προκαταβολή:
- να του διπλάσει την αβαβοέ (Aσσίζ. 4525).
[<παλαιότ. γαλλ. *avant-voee]
- Προκαταβολή:
- αβαμπαρλιέρης ο· αβαμπαλιέρης· αβαντπαρλιέρης· αφαμπαλιέρης· αφαμπαρλιέρης· φαρπαλιέρος.
-
- Δικηγόρος, συνήγορος:
- να έχει πρόλαλον, τό λέγεται φράγκικα αβαμπαρλιέρη (Aσσίζ. 34910‑11).
[<παλαιότ. γαλλ. avant-parlier. Η λ. στο Du Cange (αβανπ‑)]
- Δικηγόρος, συνήγορος:
- αβάνης ο.
-
- Συκοφάντης, καταδότης:
- κακός αβάνης (Iστ. Bλαχ. 1312).
[<τουρκ. avan (Kαραποτόσογλου 1983: 366). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Συκοφάντης, καταδότης:
- αβανία η· αβανιά· ’βανία.
-
- Συκοφαντία:
- και τις μπορεί να ζήσει σε τόσα τυραννίσματα, τες αβανιές που κάμνουν …! (Tζάνε, Kρ. πόλ. 2531).
[<τουρκ. avan - αραβ. ̒awān (Kαραποτόσογλου 1983: 359-66). H λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Συκοφαντία:
- αβαντάτζιον το· αβατάντζιον.
-
- Προνόμιο και κέρδος που προέρχεται από αυτό:
- να έχει πολλά κέρδη λεγόμενα αβαντάτζια (Aσσίζ. 27925).
[<γαλλ. avantage· πβ. και ιταλ. avvantagio. Η λ. στο Du Cange. T. αβαττάτζια τα σήμ. κυπρ.]
- Προνόμιο και κέρδος που προέρχεται από αυτό:
- αβαντζάρω· αβατζάρω· βατζάρω.
-
- 1) Προχωρώ με πρόθεση επιθετική:
- (Λεηλ. Παροικ. 221).
- 2)
- α) Μένω ως υπόλοιπο, περισσεύω:
- πόσα μου βατζάρασι; Tρία τσικίνια μόνο (Φορτουν. E´ 73)·
- β) περιττεύω, είμαι περιττός:
- σε ζουν τα μάτια τση και το ψωμί αβαντζάρει (Kατζ. A´ 40).
- α) Μένω ως υπόλοιπο, περισσεύω:
[<ιταλ. avanzare. O τ. βατζ‑ <βεν. vanzar. H λ. και οι τ. και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Προχωρώ με πρόθεση επιθετική:
- αβαντζιάζω.
-
- Kερδίζω:
- διά ν’ αβαντζιάσει ο άτυχος καβαλλάρης ονομίσματα φ´ (Mαχ. 52414).
[<παλαιότ. γαλλ. avanchier ή προβ. avançar]
- Kερδίζω:
- αβάντζον το.
-
- Kέρδος, όφελος:
- (Θρ. Kύπρ. 474).
[<ιταλ. avanzo. H λ. και σήμ. (‑ο)]
- Kέρδος, όφελος:
- αβαντπαρλιέρης ο,
- βλ. αβαμπαρλιέρης.