Επιτομή Λεξικού Κριαρά
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- καταϊστορίζω — ‑ρώ· κατιστορίζω (— ‑ρώ).
-
- Καλύπτω με ζωγραφιές, διακοσμώ:
- έποικεν γαρ (ενν. το κάστρο) κι εχτίσεν το κι εκαταϊστόρισέν το (Χρον. Μορ. H 8084).
[<πρόθ. κατά + ιστορίζω ή ‑ρώ. Πβ. παλαιότ. καθιστορέω (6. αι., Lampe)]
- Καλύπτω με ζωγραφιές, διακοσμώ: