Επιτομή Λεξικού Κριαρά
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- κιας, επίρρ.· σκιας.
-
- 1) Τουλάχιστον, έστω και λίγο:
- τον πόθο και τα πάθη μου να κάμω κιας να γνώσει (Ερωφ. Α´ 272)·
- μιας μέρας σκιας ανάπαψη σωστής να μου χαρίσει (Φορτουν. Γ´ 388).
- 2) (Με άρν.) ούτε καν, διόλου:
- εσέ μη βρει ποτέ κακό σκιας στο μικρό σου νύχι (Ερωτόκρ. Γ´ 120)·
- πολλά ’πιδέξα ανέβηκε, χαλίκι σκιας δεν πέφτει (Ερωτόκρ. Γ´ 576).
- 3) (Με το να και άρν.) άραγε, μήπως:
- σκιας να μηδέν τσι βρούμε τσι προξενιές των κορασώ τουνώ να τώσε πούμε; (Πανώρ. Ε´ 293).
[<συνεκφ. και ας. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- 1) Τουλάχιστον, έστω και λίγο:
- μαγάρι, επιφ.
-
- 1) Μακάρι, είθε:
- Μαγάρι ας εύρομε … λίγο μίσσο (Φαλιέρ., Ιστ. 389)·
- Μαγάρι να ’το βολετό (Ερωτόκρ. Ά 1617).
- 2) Έστω, ακόμα και:
- μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βουήθησέ μου (Ερωτόκρ. Έ 394).
- Εκφρ.
- 1) Μαγάρι ας = έστω κι αν:
- (Φορτουν. Ά 237).
- 2) Σκιας μαγάρι = τουλάχιστον:
- (Πανώρ. Γ́ 453).
[αντιδ. <ιταλ. magari <ελλην. μακάρι. Η λ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. και σε διάφ. τ.]
- 1) Μακάρι, είθε:
- ολίγος, επίθ.· αλίγος· ελίγος· ελλίγος· λίγος· 'λιγός· 'λίος· 'λιος· 'λλίγος· 'λλίος· όλιγος· ολιγός· ολλίγος· υπερθ. λιγότατος· ολιγότατος.
-
- 1)
- α) Που υφίσταται σε μικρή ποσότητα, λίγος:
- (Προδρ. IV 599)·
- γιατρικό λίγο (Πανώρ. Ά 150)·
- ελίγον κέρδος (Αχέλ. 1057)·
- β) (μεταφ.):
- 'λλίγην 'λεμοσύνην (Κυπρ. ερωτ. 298· Ερωτόκρ. Ά 1122).
- α) Που υφίσταται σε μικρή ποσότητα, λίγος:
- 2)
- α) Που υφίσταται σε περιορισμένο αριθμό:
- τρίχας ολιγάς (Λόγ. παρηγ. O 568)·
- πράγματα ολιγά (Σπαν. (Ζώρ.) V 103)·
- η χαρά μου 'λλίους μήνες και πολλούς τα κλάματά μου (Κυπρ. ερωτ. 1267)·
- β) (ως ουσ.):
- ολιγοί μέλλουν στραφήναι εις τας χώρας τας ιδίας (Ερμον. Η 226· Φαλιέρ., Ιστ. 190)·
- γ) που αριθμεί λίγα μέλη, ολιγάριθμος:
- όχι από τη πληθότητά σας … εδιάλεξεν (ενν. ο Κύριος) εις εσάς, ότι εσείς το ολιγότερο από τα έθνη (Πεντ. Δευτ. VII 7)·
- φουσσάτο … ολίγον (Χρον. Τόκκων 505).
- α) Που υφίσταται σε περιορισμένο αριθμό:
- 3) (Προκ. για χρον. διάστημα) που έχει μικρή διάρκεια, σύντομος:
- την 'λλίγην την ζωήν με δίχα κλάμαν να την περάσω (Κυπρ. ερωτ. 1365· Λίβ. Sc. 152).
- 4) (Προκ. για τοπ. έκταση, απόσταση) μικρός:
- (Ροδινός 107), (Τζάνε, Κατάν. 16).
- 5)
- α) (Προκ. για μέγεθος) μικρός:
- (Προδρ. IV 652)·
- β) (προκ. για κείμενο, ομιλία) σύντομος:
- ολίγον καταλόγιν (Περί ξεν. 3· Ναθαναήλ Μπέρτου, Ομιλίαι I 3).
- α) (Προκ. για μέγεθος) μικρός:
- 6) (Στο συγκρ., προκ. για ηλικία) μικρότερος:
- γυναίκα … εις τους χρόνους ολιγότερη από τους εικοσιπέντε (Νομοκριτ. 68).
- 7)
- α) (Προκ. για ένταση) αδύναμος, ασθενής:
- (Πιστ. βοσκ. V 5, 423)·
- Το πλήθος δεν με θέλει ηκούγει από την ολίγην φωνήν (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 157v)·
- β) (προκ. για συναισθήματα):
- να μηδέν η αγάπη σου λιγότερή μοι γένει (Πόλ. Τρωάδ. 5795)·
- γ) (προκ. για την ψυχή):
- (Καρτάν, Π. Ν. Διαθ. φ. 241v).
- α) (Προκ. για ένταση) αδύναμος, ασθενής:
- 8)
- α) (Προκ. για ποιότητα ή αξία) μικρός, ασήμαντος, μηδαμινός:
- προτέρημαν ολίγον (Σπαν. Α 486· Ευγέν. 509)·
- β) (για πρόσωπο) ανίκανος, ανεπιτήδειος (σε κ.):
- ολίγος εις την γνώσιν (Συναδ. φ. 25r).
- α) (Προκ. για ποιότητα ή αξία) μικρός, ασήμαντος, μηδαμινός:
- 9) Ανεπαρκής:
- φύλαξιν είχαν (ενν. οι Αλβανίται) ολιγήν και βίγλα ουδέ όλως (Χρον. Τόκκων 792· Ερωφ. Γ́ 290).
- 10) (Ως σύστ. αντικ.):
- εποίκεν και ο ρε Ζακ ολλίγον και ο ρε Τζενίος ολλίον (Μαχ. 59030).
- 11) (Με την αντων. τίποτις για να δηλωθεί κάτι το ελάχιστο):
- Μαγάρι ας εύρομε για 'δά τίποτις λίγο μίσσο (Φαλιέρ., Ιστ. 389)·
- έκφρ. ολίγον τίποτε περισσότερον = κάτι παραπάνω:
- (Σοφιαν., Παιδαγ. 102).
- 12) (Με το αρνητ. μόρ. ουκ για να δηλωθεί αρκετός, σημαντικός αριθμός, ποσότητα, χρόνος, κλπ.)
- (Πουλολ. 552)·
- Γέγονε δε αργία ουκ ολίγη (Έκθ. χρον. 7625).
- Εκφρ.
- 1) Εν ολίγῳ =
- (α) σε μικρό χρονικό διάστημα, σύντομα:
- (Έκθ. χρον. 7516)·
- (β) περιληπτικά, με λίγα λόγια:
- (Ψευδο-Σφρ.18820).
- 2) 'Λίος λαός, βλ. λαός (I) 3β έκφρ. (1).
- Το αρσ. ως ουσ. = (προκ. για εβραϊκή φυλή)
- α) αυτή που αριθμεί λίγα μέλη
- (Πεντ. Αρ. XXXIII 54)·
- β) αυτή που έχει μικρή ιδιοκτησία:
- τα κράτη … από το πολύ να πληθύνετε και από τον ολίγο να ολιγοστέψετε (Πεντ. Αρ. XXXV 8).
- Το ουδ. ως ουσ. =
- 1) Μικρή ποσότητα:
- (Σπαν. (Ζώρ.) V 16)·
- το λίγο εγίνηκε πολύ (Ερωτόκρ. Ά 101).
- 2) (Περιληπτ. προκ. για ολιγομελείς εβραϊκές φυλές):
- (Πεντ. Αρ. XXVI 56).
- 3) (Ο συγκρ. επιρρ.) τουλάχιστον: Κρασοπ. B 74·
- αν δεν είναι εις όλον, το ολιγότερον εις μέρος (Μπερτολδίνος 91).
[αρχ. επίθ. ολίγος. Ο τ. ελί‑ και σήμ. ποντ. Ο τ. λίγ‑ στο Βλάχ. και σήμ. Ο υπερθ. λιγότατος στο Somav. και ολιγότατος στο Βλάχ. (‑γω‑). Ο τ. 'λλίος σήμ. ιδιωμ. Ο τ. ολλίγος στο Meursius. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- 1)