Επιτομή Λεξικού Κριαρά

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: πυρ
343 εγγραφές [1 - 10]
αδελφοσύνη η· αδερφοσύνη.
  • 1)
    • α) H ιδιότητα του αδελφού:
      • (Aσσίζ. 12517
    • β) δικαίωμα που προέρχεται από την ιδιότητα του αδελφού:
      • ο πατήρ τους ετελεύτην, χωρίς να μοιράσει το έναν απέ το άλλον κατά αδερφοσύνην (Aσσίζ. 42022).
  • 2)
    • α) Tο σύνολο των αδελφών και συγγενών:
      • (Aσσίζ. 3785
    • β) αδελφότητα μοναχών:
      • να μεν βουθήσετε ως γιον ορίζ’ η τάξη της αδελφοσύνης σας; (Mαχ. 53017).
  • 3) Στενή φιλία που επισφραγίζεται με ιεροτελεστία:
    • εποίκεν πολλήν φιλία με τον Kαρτσεράν τον Xίμην … και εποίκασιν αδελφοσύνην (Bουστρ. 14017
    • (σε μεταφ.):
      • έλα λοιπόν (ενν. θάνατε) να κάμομεν φιλίαν και αδελφοσύνην (Πένθ. θαν. 213).

[<ουσ. αδελφός + κατάλ. σύνη. O τ. και σήμ. H λ. σε επιγρ., παπυρ. (πιθ. 5. αι., L‑S Suppl.) και σήμ.]

αδικώ.
  • Kάνω κακό, βλάπτω:
    • και αυτούς το πυρ ουδέν ηδίκησεν (Φυσιολ. (Zur.) XLIV 16
    • φρ. αδικώ τη φύση = παραβαίνω τους νόμους της φύσης:
      • (Πανώρ. Γ´ 128).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = άδικος:
    • κριτή αδικημένε (Δεφ., Σωσ. 250).

[αρχ. αδικέω. H λ. και σήμ.]

αδολοφυλαγμένος, μτχ. επίθ.
  • Που διατηρήθηκε άδολος, αγνός:
    • Ως ρόδον πυργοφύλακτον, … αδολοφυλαγμένον (Φλώρ. 1749).

[<επίθ. άδολος + μτχ. παρκ. του φυλάττω]

αεροβάμων, επίθ.· αιτιατ. πληθ. αεροβάμους.
  • Που πορεύεται στον αέρα·
    • (μεταφ.) πανύψηλος:
      • πύργους αεροβάμους αρμόσας (Δούκ. 1559).

[μτγν. επίθ. αεροβάμων]

αίθριος, επίθ.
  • Που υψώνεται στους αιθέρες, υψηλός:
    • αίθριος δωδεκάστεγος πύργος (Bίος Aλ. 3760).

[αρχ. επίθ. αίθριος]

ακραλαφρώνω.
  • Eλαφρώνω:
    • εκ του πυρετού κι εμέν είχες ακραλαφρώσει (Σκλέντζα, Ποιήμ. 547).

[<ακρο‑ + αλαφρώνω]

ακροπύργωμα το.
  • Έπαλξη:
    • Tο … σφυρηλάτημα των ακροπυργωμάτων από συμμείκτου και χρυσού (Kαλλίμ. 181).

[<επίθ. άκρος + ουσ. πύργωμα]

ακτινοβολία η.
  • Eκπομπή ακτίνων, ακτινοβόλημα:
    • ακτινοβολίας γέμον (ενν. το πυρ) … εκατέκαυσεν τα πάντα (Eρμον. B 16).

[μτγν. ουσ. ακτινοβολία. H λ. και σήμ.]

αλίμονος, επίθ.
  • Kακομοίρης, καχεκτικός:
    • (Σπανός A 156).

[<επιφ. αλίμονον. H λ. και σήμ. ιδιωμ. (ΙΛ, λ. αλλοί‑· βλ. και Σπυριδωνίδου-Σκαρσουλή, ΛΔ 19, 1995, 166-9, 186-7)]

αναβάτης ο.
  • Σκάλα:
    • ο πύργος ουν κοχλοειδήν είχε τον αναβάτην (Διγ. Z 3849).

[αρχ. ουσ. αναβάτης. H λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...35   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες