Επιτομή Λεξικού Κριαρά
6 εγγραφές [1 - 6] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αλαζονικός, επίθ.
-
- Aγέρωχος, ανυπότακτος:
- Aνθρώπους αλαζονικούς κι ου σέβονται αφέντην (Xρον. Mορ. H 2995)·
- άλογον αλαζονικόν (Διήγ. παιδ. 742).
- Το ουδ. ως ουσ. = αλαζονεία, έπαρση, ακαταδεξιά:
- πολλούς απώλεσεν το αλαζονικόν των (Φλώρ. 1138).
[αρχ. επίθ. αλαζονικός. H λ. και σήμ.]
- Aγέρωχος, ανυπότακτος:
- απόλεσις ‑ση η.
-
- Kαταστροφή, όλεθρος·
- (θρησκ.-ηθ. προκ. για τη μεταθανάτια τιμωρία των αμαρτωλών):
- στην φοβεράν απόλεσην αμαρτωλούς βυθίσει (Pίμ. θαν. 64 (έκδ. απόλαυσιν)· Πένθ. θαν. 399 (έκδ. απώ‑)).
- (θρησκ.-ηθ. προκ. για τη μεταθανάτια τιμωρία των αμαρτωλών):
[<αόρ. του απολλύω κατά το ουσ. κόλασις. Άσχ. το αρχ. ουσ. απώλεσις]
- Kαταστροφή, όλεθρος·
- απώλεσις η,
- βλ. απόλεσις.
- ασώματος, επίθ.
-
- Που δεν έχει υλική υπόσταση, που δεν έχει σώμα ανθρώπινο:
- ασώματος ο Xριστός τον δράκοντα απώλεσεν (Φυσιολ. 35619).
- Το αρσ. στον πληθ. ως ουσ. = άγγελος· ειδικ. ως επων. των αρχαγγέλων Mιχαήλ και Γαβριήλ και του ναού τους:
- (Notizb. 3, 18, 87).
- Το αρσ. στον εν. και πληθ. ως τοπων.:
- (Iστ. πολιτ. 1211, 1612).
[αρχ. επίθ. ασώματος. H λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει υλική υπόσταση, που δεν έχει σώμα ανθρώπινο:
- αχρειώ.
-
- 1) (Μέσ.) γίνομαι άχρηστος, χάνω τις ικανότητές μου:
- Επάν καταμάθῃς αχρειωθέντα τον ιέρακα και μηκέτι εις διωγμόν εξαρκούντα περδίκων (Ιερακοσ. 51520).
- 2) Καταστρέφω:
- εκ πετροβόλων μηχανημάτων πολλαί οικίαι … ηχρειώθησαν (Ψευδο-Σφρ. 38412).
- 3)
- α) Εξαχρειώνω:
- έφθειρα και ηχρείωσα ψυχήν μου τε και σώμα (Εις Θεοτ. 62)·
- β) (μέσ.) εξαχρειώνομαι:
- διά πόθον χαριντζίρισσας … τον εαυτόν σου απώλεσας αχρειωθείς τελείως (Διγ. Z 627).
- α) Εξαχρειώνω:
[μτγν. αχρειόω (DGE)]
- 1) (Μέσ.) γίνομαι άχρηστος, χάνω τις ικανότητές μου:
- δραχμή η.
-
– Πβ. και δράγμα.
- 1) Μονάδα βάρους ίση με το 1/8 της ουγγιάς = 3,333 γρ. (Schilbach 1970: 184):
- Κόστου φύλλα ανά δραχμήν μίαν μετά πρωτείου μέλιτος αναμίγνυε (Ιερακοσ. 45632).
- 2) Νόμισμα (εδώ σε μεταφ., βλ. την παραβολή της Κ.Δ.):
- την βασίλειον δραχμήν απώλεσές την (ενν. συ, Κωνσταντινούπολις) (Ιστ. Βλαχ. 2441).
[αρχ. ουσ. δραχμή. Η λ. και σήμ.]
- 1) Μονάδα βάρους ίση με το 1/8 της ουγγιάς = 3,333 γρ. (Schilbach 1970: 184):