ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Ραγκαβής Αλέξανδρος Ρίζος
Ο συμβολαιογράφος (απόσπασμα)
Ο ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΓΡΑΦΟΣ
Ι΄Περὶ τὴν μεσημβρίαν τῆς αὐτῆς ἡμέρας ὁ κόμης Γεράσιμος εἰς Ληξούρι ἐλάμβανε παρ' ἀγνώστου κωπηλάτου ἐπιστολὴν ἔχουσαν ὡς ἕπεται· - Καρίσσιμο κόντε· ἔμαθα πὼς ἐκόπιασες εἰς τὸ Λιξούρι· καλῶς ὥρσες. Διὰ τὴν δουλειὰ ὁποῦ ξεύρεις ἔχω κᾄτι ἀναγκαῖο νὰ σοῦ πῶ. Ἔλ' ἀπόψε εἰς ταῖς ἐννέα τῆς νυκτὸς εἰς τὴ Λιβαθὸ εἰς τὸ καζίνο μου, καὶ κτύπησε τρεῖς κόλπους εἰς τὴν θύρα. Σὲ περιμένω εἰς τὸ δεῖπνον.» Ὁ Γεράσιμος ὠχρίασεν ὅταν ἀνέγνω τὰς λέξεις «διὰ τὴν δουλειὰ ὁποῦ ξεύρεις.» Ἀλλὰ τὴν ἑσπέραν, ἅμα ὁ ἥλιος ἔδυσεν, ἐτυλίχθη εἰς τὸν μανδύαν του, διέπλευσε τὸν λιμένα ἕως τὸ Ἀργοστόλιον, καὶ ἐκεῖθεν διηυθύνθη πεζὸς πρὸς Λιβαθόν. Ὁ οὐρανὸς ἦτο νεφελώδης καὶ ἡ νὺξ σκοτεινή. Εὗρεν ὅμως χωρὶς δυσκολίας τὸν δρόμον του πρὸς τὴν ἀγροικίαν τοῦ Τάπα, διότι καλῶς τὸν ἐγνώριζεν. Ἐλθὼν δὲ πρὸς τὴν θύραν, ἔκρουσε τρὶς κατὰ τὴν ὁδηγίαν, καὶ ἔσωθεν τῷ ἠνέῳξεν αὐτὸς ὁ Συμβολαιογράφος. Εἰσῆλθε δ' εἰς αἴθουσαν ὁλοφώτιστον, ἔχουσαν εἰς τὸ μέσον τράπεζαν ἐστρωμένην διὰ δύω συνδαιτυμόνας, καὶ παρὰ τὸν τοῖχον ἀνακλιντήριον κεκαλυμμένον διὰ λευκοῦ ἐφαπλώματος. - Σιὸρ κόντε, εἶπεν ὁ Τάπας μετὰ φωνῆς ἀποτόμου, καλῶς ὥρσες. Ἤσουν ἀμμὰ εἰς τὸ Λιξούρι, κ' ἐγὼ δὲν τὸ ἤξευρα. - Αἴ… ἀπεκρίθη τεταραγμένος ὁ Γεράσιμος. Ἦτον, γέρο πατέρα, ὅ,τι ἔφθασα· καὶ ἤθελα νὰ ἔλθω νὰ μὲ ἰδῆτε ἔξαφνα. - Ἔξαφνα! ὢ μπέλλο. Κάθου λοιπόν, τζόϊα μου. Κάθου νὰ φᾶμε καὶ νὰ κουβεντιάσουμε. Τί κοιτάζεις γύρου γύρου. Ἔννοια σου. Εἴμαστε μονάχοι, ὁλομόναχοι εἴμαστε. Μὲ τὴν τρόμπαν τῆς Ἱεριχοῦς ἐδὼ νὰ φωνάζῃς, μία ὥρα γύρω δὲν εἶναι ποιὸς νὰ σὲ ἀκούσῃ. Κάθου ποῦ σοῦ λέγω. Ὁ Γεράσιμος καὶ ὁ Τάπας ἐκάθησαν εἰς τὴν τράπεζαν. - Περίφημον δεῖπνον ἔχεις, εἶπεν ὁ Γεράσιμος τρώγων. Ἡ σάλτσα ἐτούτη εἶν' ἐξαίρετος. - Καὶ πῶς ἀμμά; ἀπεκρίθη ὁ Τάπας· ἤξευρα πὼς ἔχω νὰ ῥιτζεβέρω τὸν σινιὸρ κόντε Ναννέτο. Καὶ τὸν πόβερο τζίο λοιπὸν τὸν ἐσπεδίρισες ἄναυλα. Τὸν ἐφοβέρισες πῶς θὰ τὸν πνίξῃς μὲ τὰ χέρια σου γιὰ νὰ βάλῃ τὴ φίρμα του, καὶ ἀφ' οὗ τὴν ἔβαλε, τὸν ἔπνιξες μὲ τὰ μαξιλάρια· φαμόζο μὰ τὸν ἅϊ Γεράσιμο! Πῶς σὲ φαίνουνται ἐτούταις ᾑ περδικούλαις; - Θαυμάσιαις, εἶπεν ὁ Γεράσιμος ὠχριῶν. Ὅμως, γέρο Τάπα, τί ὁμιλίαις μὲ κάμνεις εἰς τὸ δεῖπνον; Ἄφησέ ταις, σὲ παρακαλῶ. - Κουβένταις, καρίσσιμο, νὰ περνᾷ ὁ καιρός. Ἔλα δά! Εἶμαι βέβαιος, ἂν εἶχες ἐδὼ τοῦ σιὸρ τζίου τὸ κεφάλι παργιομιστό, θὰ τὸ ἔτρωγες γιὰ τὴν κληρονομιά του. - Τάπα, ἀνέκραξεν ἀγανακτῶν ὁ Γεράσιμος, καὶ ἀπωθῶν τὴν τράπεζαν, ἄφες αὐτοὺς τοὺς ἀστεϊσμοὺς ἢ ἀναχωρῶ. - Ἔχεις δίκιο, ἂς τ' ἀφήσουμ' αὐτά. Ὅ,τι ἔγιν' ἔγινε καὶ δὲν ξεγένεται. Ἔλ' ἂς πιοῦμε 'ς τὴν ὑγεία τοῦ νέου σιὸρ κόντε Ναννέτου, καὶ 'ς τὴν ὑγεία τῆς γιομάτης κασσέλας του. Ἑκάτερος τῶν συνδαιτυμόνων εἶχεν ἐμπρός του φιάλην πλήρη οἴνου καὶ ποτήριον. Ὁ συμβολαιογράφος ἐπλήρωσε τὸ ποτήριόν του, καὶ τὸ ἔπιεν ὅλον, καὶ ὁ Γεράσιμος ἐφιλοτιμήθη νὰ μὴ μείνῃ κατώτερος. - Καὶ τί κάνεις ς' τὸ Λιξούρι, γιὰ δὲ μοῦ λές; ἐξηκολούθησεν ὁ συμβολαιογράφος. - Σ' εἶπα ὅτι μόλις ἔφθασα εἰς τὸ Λιξούρι, ἀπεκρίθη ὡς ἀγανακτῶν ὁ Γεράσιμος. - Ἄ! ναί, μὲ συμπαθᾷς, τὸ ἀστόχησα. Μὰ γιὰ πέ μου, καὶ οἱ γάμοι σου πότε; - Ποῖοι γάμοι ἠρώτησε ταραττόμενος ὁ Γεράσιμος. - Πῶς; ἀστόχησες κ' ὅλα πῶς ἔχεις νὰ παντρευτῇς; Ἐβίβα ἡ κοντεσσίνα Ναννέτο! Καὶ ὁ συμβολαιογράφος ἔπιε δεύτερον ἰσοχειλὲς ποτήριον, καὶ ὁ Γεράσιμος τὸν ἐμιμήθη. - Πῶς νὰ τὸ λησμονήσω; εἶπε τέλος αὐτὸς θαῤῥαλέως. Διόλου δὲν τὸ ἐλησμόνησα. Ἔχω ὅμως ὀλίγας ὑποθέσεις, ὀλίγας ἑτοιμασίας εἰς τὸ Ληξούρι, καὶ μετὰ δεκαπέντε ἡμέρας, ὅταν τὰς τελειώσω, θὰ ἔλθω νὰ σὲ ζητήσω τὴν Μαρίναν. - Ἄ! τὴν Μαρίναν! εἶπεν ὁ Τάπας μετὰ φωνῆς ὑποκώφου, ὁμοιαζούσης βρυχηθμὸν θηρίου. Ἂς πιοῦμε καὶ εἰς τοὺς γάμους σου μία. Καὶ ἀμφότεροι ἐκένωσαν καὶ τρίτον ποτήριον. - Ἀλήθεια, εἶπεν ὁ γέρων, ἀστόχησα νὰ σ' ἐρωτήσω, ἐτοῦτο τὸ κρασὶ πῶς σὲ φαίνεται; - Εἶν' ἐξαίρετον, εἶπεν ὁ Γεράσιμος· ὀλίγον δυνατὸν μόνον. Βλέπεις, τὸ ἐτελείωσα ὡς τὸν πάτον. - Παράξενο! κουριόζο πρᾶγμα! εἶπεν ὁ Τάπας. Ἐγὼ ἐθαῤῥοῦσα πῶς τὸ φαρμάκι πικρίζει τὸ κρασί. - Ποῖον φαρμάκι; - Ἄ! ἀστόχησα καὶ τοῦτο νὰ σοῦ πῶ, πῶς ἡ μπουτίλλια αὐτὴ ποῦ ἐτελείωσες ὡς τὸν πάτο, ἦτο μισὴ κρασὶ καὶ μισὴ φαρμάκι. - Δὲν ἐννοῶ τί λέγεις, εἶπεν ὁ Γεράσιμος μετὰ προφανοῦς ταραχῆς. - Δὲν μὲ νοιώνεις, πὲρ μπάκο! Ἔλα σινιὸρ κόντε, γιὰ νὰ μὲ νοιώσῃς. Γιὰ σήκω καὶ τράβηξ' ἀπ' ἐκεῖ ἐκειὸ τὸ σκέπασμα. Ὁ Γεράσιμος ἠγέρθη τῆς τραπέζης, μὴ ἐννοῶν τί θέλει νὰ τῷ εἰπῇ ὁ Συμβολαιογράφος, καὶ πλησιάσας εἰς τὸ ἀνακλιντήριον, ἀνέσυρε τὸ πέπλωμα. Ἀλλ' ἐν τῷ ἅμα ἀφῆκε φωνὴν φρίκης, ὠπισθοδρόμησε δύω βήματα, καὶ αἱ τρίχες του ὠρθώθησαν εἰς τὴν κεφαλήν του. Τὸ κάλυμμα ἀνασυρθέν, ἀπεκάλυψε τῆς Μαρίνης τὸ πελιδνὸν πτῶμα. - Τώρα νὰ σὲ κάμω νὰ νοιώσῃς, εἶπεν ὁ γέρων μετὰ φωνῆς ἥτις ἐβρόντησεν ὡς κεραυνός. Αὐτὴ ἦτον ἡ κόρη μου, σιὸρ Κόντε, ἦτον ὁ ἄγγελός μου, αὐτὴ ἦτον ἡ ζωὴ ὅλη μου. Ὅταν ἤσουν ζήτουλας κ' ἐκείνη πλούσια, τὴν εἶπες πῶς τὴν ἀγαπᾷς, πῶς θὰ τὴν πάρῃς γυναῖκά σου, καὶ ἡ δόλια σὲ πίστεψε, καὶ ξέχασε τὸν πατέρα της, καὶ ξέχασε τὸ Θεό της κ' ἤθελε μόν' νὰ λατρεύῃ ἐσένα. Ἀφ' οὗ ἔπνιξες τὸν τζίο σου καὶ ἔκλεψες τὸ βιός του, τότε ἡ Μαρίνα δὲν σὲ φαίνεται ἀρκετὰ πλούσια, τὴν πρόδοσες, τὴν ἄφησες…, - Ἐγώ, φίλτατε;… - Σιωπή! Τολμᾷς καὶ λαλεῖς! Τὴν ἐπρόδοσες, σὲ λέγω, καὶ τὴν κυριακὴ παντρεύεσαι τοῦ κόντε Κανίνου τὴν κόρη. Τὴν πρόδοσες καὶ νάτηνε! Πῆρε φαρμάκι καὶ πέθανε. Αἴτην ἐκεῖ, ἀσσασίνε. Θέλεις νὰ πάρῃς τὴν καρδιά της καὶ νὰ τὴν φᾷς μαζῆ μὲ τὸ κεφάλι τοῦ θειοῦ σου; Πῆρε φαρμάκι, ἀκοῦς; Ὅμως ἄνδρας καὶ γυναῖκα ἀπ' ἕνα ποτήρι πίνουν. Τὸ μισὸ ἤπιεν ἡ κόρη μου καὶ πέθανε σὲ τρεῖς ὥραις. Τὸ ἄλλο μισὸ σὲ τὸ φύλαξα καὶ σὲ τὸ ἐπότισα, σιὸρ κόντε. Εἰς μίαν ὥρα θὰ γένῃς κρύος σὰν τὸ κρούσταλο, εἰς δύω θὰ ξεσχίσῃς μὲ τὰ δόντια τὰ κρέατά σου, εἰς τρεῖς ὥραις θὰ κρεπάρῃς ὡσὰν τὸν σκύλον. - Μ' ἐφαρμάκισες, μ' ἐφαρμάκισες! ἐφώναξεν ὁ Γεράσιμος, καὶ οἱ ὀφθαλμοί του ἠνεῴχθησαν ὡς σκελετοῦ φοβεροί. - Σιωπή, σὲ λέγω, εἶπεν ὁ Τάπας, οὗ τὸ πρόσωπον εἶχεν οὐχὶ ἀνθρωπίνην, ἀλλὰ δαίμονος ἔκφρασιν. Σ' ἐφαρμάκισα, ναί· μὰ τοῦτο εἶν' ἔνας θάνατος, καὶ ἤθελα χίλιους ἂν μπορῶ νὰ σὲ δώσω. Γι' αὐτὸ ἐτοίμασα καὶ τοῦτα γιὰ τὴ δούλεψί σου. Καὶ ἀπὸ τῶν κόλπων του ἐξήγαγε δύω πιστόλια. - Τί φωνάζεις; ποῦ τρέχεις, πολτρόνε, εἶπεν ὁ Τάπας, τρύζων τοὺς ὀδόντας. Δὲν σὲ εἶπα πῶς μιὰ ὥρα μακρυὰ ἀπ' ἐδὼ δὲν εἶναι ἄνθρωπος νὰ σ' ἀκούσῃ; Ἐκεῖν' ἡ πόρτα, τοῦ κακοῦ τὴν σεῖς. Εἶναι κιούζα, καὶ τὸ κλειδὶ τὸ ἔχω ἐγώ. - Τάπα, δι' ὄνομα τοῦ Θεοῦ, δι' ὅ,τι ἀγαπᾷς εἰς τὸν κόσμον!… ἔκραξε τρέμων ὡς τὸ φύλλον ὁ Γεράσιμος. - Ὅ,τι ἀγαπῶ εἰς τὸν κόσμον! Βιρβόνε. Ὅ,τι ἀγαπῶ εἰς τὸν κόσμον, αἴτο ἐκεῖ νεκρόν, καὶ σὺ μὲ τὸ σκότωσες. - Τάπα, ἀγαπητὲ Τάπα, εὐσπλαγχνίαν. - Προσευχήσου, σὲ λέγω, 'ς τὸ διάβολο, νὰ ἔλθῃ νὰ φορτωθῇ τὴν ψυχή σου. Ἄφσε νὰ δοκιμάσω, ἐτοῦτο τὸ πιστόλι ἂν σημαδεύγῃ καλά. Καὶ ἐπυροβόλησε τρία βήματα μακρὰν ἀπὸ τοῦ θύματός του, καὶ ὁ Γεράσιμος ἐκτείνας τοὺς βραχίονας, ἔπεσε νεκρὸς κατὰ γῆς. - Καλά, πὲρ μπάκο, εἶπεν ὁ συμβολαιογράφος καταχθονίως γελῶν, καὶ ἂς ἔχῃ τοὺς ἐβδομήντα τὸ χέρι μου. Κ' αὐτὸ ἀμμὰ τὸ ἄλλο πιστόλι θὰ τ' ἀφήσω παραπονεμένο; Ἴσως ὁ σκύλος νὰ μὴν ἐξεψύχησε καὶ μπορεῖ νὰ αἰσθανθῇ καὶ τρίτο θάνατο. Καὶ μετὰ ψυχρᾶς καὶ αἱμοβόρου θηριωδίας ἐκένωσε καὶ τὸ δεύτερον πυροβόλον ἐπάνω του. Ἔπειτα δέ, πλησιάσας εἰς τὸν νεκρὸν τῆς Μαρίνης, τὴν ἐφίλησεν εἰς τὸ μέτωπον. - Κόρη μου, δὲν σὲ ἠπάτησα, εἶπε. Σὲ ὑπεσχέθηκα ἄνδρα νὰ σὲ τὸν δώσω. Αἴ τον ἐκεῖ σὲ τὸν ἔδοσα. Καὶ μετὰ ταῦτα, λαβὼν τὴν κλεῖδα ἀπὸ τοῦ κόλπου του, καὶ ἀνοίξας τὴν θύραν, ἐξῆλθε, καὶ διηυθύνθη πρὸς τὴν πόλιν. Ἡ νύξ πέριξ του ἦτο σκοτεινὴ ὡς πίσσα. Τ' ἀντικείμενα διεκρίνοντο ἀβέβαια καὶ συγκεχυμένα· τὰ δένδρα ἐφαίνοντο ὡς γιγαντιαῖα πτώματα, κινοῦντα ἄνω καὶ κάτω τοὺς νεκροὺς τῶν βραχίονας, καὶ ὁ ἄνεμος συρίζων εἰς αὐτὰ ἐμιμεῖτο ὀλολυγμοὺς τῶν ἀποθνησκόντων. Μεθ' ἑνὸς δὲ τετάρτου πορείαν εὗρεν ὑπὸ μέγα δένδρον περιμένοντα τὸν ὑπηρέτην του ἕτοιμον κρατοῦντα τὸν ἵππον. Ὁ συμβολαιογράφος ἔδωκεν εἰς τὸν ὑπηρέτην ὀγκώδη ἐπιστολήν, καὶ τῷ εἶπεν· - Εἰς τὸν ἀβοκάτο φισκάλε. Νὰ τὸ ἔχῃ πρὶν ξημερώσῃ. Καὶ ἐν ᾧ ὁ ὑπηρέτης διηυθύνετο πρὸς τὸ Ἀργοστόλιον, αὐτός, ἀναβὰς τὸν ἵππον, ἔστρεψε πρὸς τὴν πόλιν τὰ νῶτα, καὶ ἐπεμακρύνθη καλπάζων.
ΙΑ΄Ἡ πρωΐα τῆς ποινικῆς ἐκτελέσεως τοῦ Ῥοδίνου ἀνέτελλε, καὶ ὁ κατάδικος ἦτον ἤδη ἐκτὸς τῆς ἀχυρίνης του κλίνης. Ὄρθιος ἐμπρὸς τοῦ φεγγίτου τῆς φυλακῆς του παρεμόνευε τὴν πρόοδον τοῦ φωτός, καὶ ὅταν εἶδε τὸν ἥλιον ἐγερθέντα ὑπὲρ τοὺς λόφους, τῷ ἀπηύθυνε διὰ τῆς χειρὸς ἀσπασμόν, καὶ ἐψιθύρισε· - Διὰ τελευταίαν φοράν. Μετὰ ταῦτα δὲ περιέφερε μετ' ἀγάπης τὸ βλέμμα εἰς τὴν πεδιάδα, εἰς τὸ ὅρος, ἐπὶ τὴν θάλασσαν εἰς ὅλα τ' ἀντικείμενα ὅσα ἔκειντο ἐντὸς τοῦ ἐπιτόμου ὁρίζοντός του, καὶ ἔπειτα τὸ ἐστήριξεν εἰς τὸν οὐρανόν, ὅπου ἀνέβη καὶ ἡ καρδία του ἐπὶ τῶν πτερύγων τῆς προσευχῆς. Τὴν στιγμὴν δὲ ταύτην ἡ σιδηρᾶ θύρα τῆς εἱρκτῆς του ἠκούσθη τρύζουσα ἐπὶ τῶν στροφίγγων της, καὶ ὁ Ῥοδίνης, μεταστραφείς, εἶδεν ἐπὶ τῆς φλιᾶς τὸν δεσμοφύλακα, καὶ ὀπίσω αὐτοῦ ἄνθρωπον ἔχοντα τραχὺ τὸ βλέμμα καὶ τὴν ὄψιν ἀπαίσιον. - Εἶναι καιρός; ἠρώτησεν ὁ Ῥοδίνης. - Καιρὸς ἀπεκρίθη ὁ δεσμοφύλαξ. Ὁ ἥλιος ἀνατέλλει. - Καὶ ἀνατέλλει ὡραῖος, ἀπεκρίθη ὁ Ῥοδίνης. Δὲν ἐζήτησε κᾀνεὶς νὰ μὲ ἰδῇ ἀπὸ τῆς πρωΐας; - Μάλιστα, εἶπεν ὁ δεσμοφύλαξ, ἀλλὰ διετάχθησαν νὰ προσμείνωσι κάτω. Ἂν εἶσθε ἕτοιμος καταβαίνομεν. - Ἕτοιμος;… εἶπεν ὁ Ῥοδίνης. Μάλιστα εἶμαι. Καὶ δίδων εἰς αὐτὸν ἓν δακτυλίδιον, - Ἀλλὰ πρὶν καταβῶμεν, ἐπρόσθεσε, λάβε αὐτὸ εἰς ἐνθύμημα διὰ τὴν ἀγαθότητα ὅσην, ἂν καὶ δεσμοφύλαξ μου, ἔδειξας πρὸς ἐμέ. Ὁ γέρων δεσμοφύλαξ ἔλαβε τότε μετὰ ζωηρότητος τὴν χεῖρα τοῦ Ῥοδίνου καὶ τὴν ἔφερεν εἰς τὰ χείλη του. - Κύριε Ῥοδίνη, εἶπεν, ἡ χεὶρ αὐτὴ κ' ἐκατομμύρια ἂν μ' ἔδιδε, δὲν θὰ τὴν ἤγγιζον εἰς τὰ χείλη μου, ἂν τὴν ἐπίστευον δολοφόνον. - Σ' εὐχαριστῶ, φίλε μου, εἶπεν ὁ Ῥοδίνης. Ἡ πεποίθησις καρδίας ὡς τὴν ἐδικήν σου εἰς αὐτὰς τὰς στιγμὰς μ' εἶναι ὑπερτάτη παρηγορία. Ἔπειτα δέ, στραφεὶς πρὸς τὸν συνοδεύοντα, τὸν δήμιον, - Τὰ ἐνδύματά μου, τῷ εἶπε, σοὶ ἀνήκουν, νομίζω, δικαιωματικῶς. Εἰς τὸν κόλπον των θὰ εὕρῃς τὸ βαλάντιόν μου, περιέχον ὅσα νὰ σ' ἀποζημιώσουν διὰ τοὺς κόπους σου. Δὲν εἶναι σφάλμα σου ἂν αὐτοὶ δὲν μ' εἶναι εὐάρεστοι. Καὶ βλέπωνν αὐτὸν προχωροῦντα μετὰ σχοινίου εἰς τὰς χεῖρας, - Τί θέλεις; τὸν ἠρώτησεν ἡσύχως. - Πρέπει, ἀπεκρίθη αὐτός, προσπαθῶν νὰ πραΰνῃ τὴν τραχύτητα τῆς φωνῆς του, πρέπει νὰ σὲ δέσω τὰ χέρια, ἂν ᾖναι ὁρισμός σου. - Ὁρισμόν, φίλε μου, δὲν ἔχω, ἀπεκρίθη πικρῶς μειδιῶν ὁ Ῥοδίνης. Κάμε ὅ,τι εἶναι τοῦ χρέους σου. Ἀλλ' ὁ δεσμοφύλαξ ἐμπόδισεν. - Ἄφησε, ἄφησε, εἶπεν. Ἔχεις καιρὸν ὅταν φθάσῃς ἐκεῖ. Οὕτω κατέβησαν τὴν κλίμακα τῆς εἰρκτῆς. Ἀλλ' ἐμπρὸς τῆς αὐλείας πύλης ὁ Ῥοδίνης ἐστάθη τεταραγμένος, διότι πρὸ τῆς φλιᾶς ἀπήντησε τὴν Ἀγγελικήν, ἣ μᾶλλον τὸ φάντασμα τῆς Ἀγγελικῆς, μὴ δυναμένην νὰ κρατηθῇ εἰς τοὺς πόδας της, καὶ ὑποβασταζομένην ἀφ' ἑνὸς μὲν ὑπὸ τοῦ πατρός της, ἀφ' ἑτέρου δὲ ὑπὸ τοῦ γέροντος Νικολοῦ, τοῦ ὑπηρέτου τοῦ ἀποθανόντος κόμητος, οἵτινες ἀμφότεροι ἔκλαιον. Ἀλλ' ἅμα τὸν εἶδε πλησιάσαντα ἡ Ἀγγελική, ὡς ὅλα τὰ χαυνωθέντα ζωτικὰ ἐλατήριά της ἂν ἐνετάθησαν διὰ μιᾶς, ἐῤῥίφθη πρὸς αὐτόν, καὶ κρεμασθεῖσα διὰ τῶν δύω χειρῶν της ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ὤμου του, ἤρχισε νὰ κλαίῃ σφοδρῶς. Συγχρόνως δὲ καὶ ὁ Βοράτης καὶ ὁ Νικολὸς ἔλαβον τὰς δύω του χεῖρας, καὶ τὰς ἔβρεχον καὶ αὐτοὶ διὰ τῶν δακρύων των. Ὁ δὲ Ῥοδίνης ἔσφιγξεν ἀμφοτέρων τὰς χεῖρας μεθ' ὅλης τῆς ζέσεως τῆς διακαεστάτης εὐγνωμοσύνης, καὶ διὰ τοῦ βραχίονός του ἐστήριζε τὴν Ἀγγελικήν, κινδυνεύουσαν νὰ πέσῃ καὶ πάλιν εἰς τὸ ἔδαφος. Οὕτως ἤρχισε τὴν τελευταίαν πορείαν του, καὶ βαδίζων αὐτὸς πρὸς τὸν θάνατον, ἔφερεν ἡμιθανῆ τὴν μνηστήν του, καὶ τὴν παρηγόρει καὶ τὴν ἐνεψύχου διὰ τῶν λόγων του. - Τί φοβεῖσαι, τῇ ἔλεγε, δι' ἐμέ; Τὸν σωματικὸν πόνον; εἶναι στιγμῆς ἀγωνία. Τὸν προσωρινὸν χωρισμὸν μας; ἔχομεν ἐδικήν μας τὴν αἰωνιότητα. Ὁ νυμφικὸς στέφανός μας ἂν ἐμαράνθη πρὶν ἢ πλεχθῇ, φίλη μου, ἀλλ' ὁ ἀστέρινος στέφανος τῶν μαρτύρων μᾶς περιμένει εἰς τὸν οὐρανόν. Μὴ λόγους, μὴ διανοίας ἀπελπισίας. Εἰς τὸ στέλεχος τῆς ἀρετῆς ἀνθεῖ ἡ ἐλπίς. Μὴ σπεύδῃς νὰ ἐξέλθῃς τοῦ σταδίου τῆς ζωῆς, εἰμὴ ὅταν σὲ καλέσῃ ὁ πλάστης σου, καὶ τότε ἔχω τὴν πεποίθησιν, αἱ ψυχαί μας θέλουσιν ἀπαντηθῇ εἰς τοὺς κόλπους του. - Αἱ ψυχαί μας εἶναι ψυχὴ μία, ἐψιθύριζεν ὀλοφυρομένη ἡ Ἀγγελική· ὁμοῦ θέλουσιν ἀναπτερωθῇ πρὸς τὸν οὐρανόν. Ἡ ἐδική μου περιμένει εἰς ἄκρα τὰ χείλη μου. Εἰς τὴν συνείδησιν τῶν δικαστῶν σου διπλῆ καταδίκη θέλει βαρύνει. Οὕτως ἔφθασαν εἰς τὸν ἀπαίσιον ἀγρόν, ὅπου ἐξετελοῦντο δι' ἀγχόνης αἱ θανατικαὶ ἀποφάσεις, καὶ ὅπου, πρὸς τρομερὸν παραδειγματισμόν, παίγνια τῶν ἀνέμων καὶ βορὰ τῶν πτηνών, τὰ θύματα ἔμενον ἐκτεθειμένα ἐπὶ πολλὰς ἡμέρας εἰς ὅλων τὰ βλέμματα. Εἰς τὸ μέσον δὲ τῆς πλατείας ὑψοῦτο τὸ ἀποτρόπαιον ξύλον, καὶ πλησίον αὐτοῦ ἐπὶ μεγάλης πυρᾶς ἔβραζεν εἰς εὐρὺν λέβητα πίσσα, δι' ἧς χριόμενα ἐταριχεύοντο τῶν ἀπηγχονισμένων τὰ πτώματα, ὅπως ἀντέχωσιν εἰς τὴν πολυήμερον ἔκθεσίν των ἐπὶ τῆς ἀγχόνης. Σπανίως κατάδικος ἐβάδισεν εἰς τὸν θάνατον ὡς ὁ Ῥοδίνης, συνοδευόμενος ὑπὸ φίλων καὶ συγγενῶν ὡς ἂν ἐπορεύετο πρὸς πανήγυριν, διότι σπανίως οἱ καταδικαζόμενοι εἰς τὸν ἀτιμωτικὸν θάνατον δὲν ἐπιφέρουσι καταισχύνην εἰς τοὺς συγγενεῖς καὶ τοὺς φίλους των. Ὅταν δ' ἔφθασσεν ἐμπρὸς τῆς ἀγχόνης, ὁ δήμιος ἐπλησίασε πάλιν νὰ τῷ δέσῃ τὰς χεῖρας. - Μίαν στιγμήν, παρακαλῶ, εἶπεν ὁ Ῥοδίνης. Καὶ λαβὼν ἐκ τοῦ κόλπου του τὴν διαθήκην ἣν εἶχε γράψει καὶ σφραγίσει τὴν νύκτα, τὴν ἔδωκεν εἰς τὸν Βοράτην. - Σὲ καθιστῶ, τῷ εἶπεν, ἐκτελεστὴν τῆς διαθήκης μου. Ἀφ' οὗ ἀποθάνω, ἄνοιξον αὐτήν, καὶ πρᾶξον ὡς διατάττω. Ἔπειτα δέ, ἀσπασθεὶς ἀλληλοδιαδόχως αὐτόν, τὸν Νικολὸν καὶ τὴν Ἀγγελικήν, - Σᾶς εὐχαριστῶ, εἶπεν, ὅτι μοὶ ἐδώκατε τὸν τελευταῖον τοῦτο καὶ δημόσιον δεῖγμα τῆς ἐμπιστοσύνης σας, συνοδεύοντές με καὶ δεχθένες τὸν ἀσπασμόν μου. Καὶ τῶν καρδιῶν τὰ ἐνδόμυχα ἂν δὲν ἐγνώριζεν ὁ Θεός, ἡ μαρτυρία αὕτη ἤθελε τῷ ἀρκέσει ὑπὲρ ἐμοῦ. Ἔπειτα δ' εἶπε πρὸς τὸν δήμιον· - Τώρα εἶμαι ἕτοιμος. Ἀλλ' ὁ Βοράτης, ῥιφθεὶς καὶ πάλιν εἰς τὰς ἀγκάλας του, - Ὕπαγε, τῷ εἶπεν, ὅπου σὲ περιμένουσιν οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ, καὶ ἐκεῖ προσεύχου ὑπὲρ ἡμῶν, ὅσοι μένομεν νὰ κλαύσωμεν ὀλίγον καιρὸν ἀκόμη, καὶ ἔπειτα νὰ σ' ἀκολουθήσωμεν. Ὁ Νικολὸς τὸν ἐνηγκαλίσθη καὶ ἐκεῖνος, καὶ ἠθέλησε νὰ ὁμιλήσῃ, ἀλλὰ τὰ δάκρυα ἔπνιξαν ἐντελῶς τὴν φωνήν του. Τέλος ἡ Ἀγγελική, ἐναγκαλισθεῖσα αὐτὸν ὡς ἡ μήτηρ ἐναγκαλίζεται τὸ παιδίον ἵνα τὸ προφυλάξῃ ἀπὸ ἐπικειμένου κινδύνου, δὲν ἤθελε ν' ἀποσπασθῇ ἂν καὶ δὶς ἐπροχώρησεν ὁ δήμιος. - Ὄχι, ἔλεγε, δὲν θὰ ἐπιβάλητε χεῖρα εἰς τὸν ἀθῶον. Θῦμα ἂν θέλητε, ἰδοὺ λάβετέ με. Δὲν θὰ τὸν πλησιάσητε. Ἀλλ' ὁ ἀξιωματικός, ὁ ἐπιτετραμμένος τὴν ἐκτέλεσιν τῆς ποινῆς, ἐλθὼν τότε πρὸς τὸν Βοράτην, τὸν παρεκάλεσε ν' ἀποσύρῃ τὴν κόρην του, καὶ νὰ τῇ παραστήσῃ ὅτι εἶναι ἄτοπον εὐγενὴς κόρη νὰ ἐκτίθηται κατὰ τοῦτον τὸν τρόπον εἰς τοῦ δημοσίου τὰ βλέμματα. Ἡ Ἀγγελικὴ ἤκουσε τοὺς λόγους τούτους. - Ἄτοπον! ἔκραξε, λησμονοῦσα πᾶσαν τὴν φυσικὴν συστολήν της. Τὸν φονεύετε, καὶ λέγετε ὅτι εἶναι ἄτοπον! Δὲν εἶναι ἀστεϊσμὸς τοῦτο, εἶναι φρικτὴ ἀλήθεια. Τὸν φονεύετε! Ὄχι, δὲν θὰ τὸν φονεύσητε, ἢ θὰ μὲ θανατώσητε πρότερόν του. - Ἂν δὲν μακρυνθῇ, εἶπε πάλιν ὁ ἀξιωματικὸς πρὸς τὸν Βοράτην, λυποῦμαι, ἀλλὰ θ' ἀναγκασθῶ νὰ διατάξω δύο στρατιώτας, νὰ τὴν ἀποσύρωσιν. Ὁ Ῥοδίνης ἔῤῥιψε τότε βλέμμα ἀγανακτήσεως πρὸς τὸν ἀξιωματικόν· ἔπειτα δ' ἀποθέτων τελευταῖον ἀσπασμὸν εἰς τὸ μέτωπον τῆς Ἀγγελικῆς, - Ἔχε ὑγείαν, τῇ εἶπε, καὶ τὴν ἀπώθησεν ὁ ἴδιος, ἐν ᾧ ὁ πατήρ της καὶ ὁ Νικολός, ἑνώσαντες τὰς δυνάμεις των, τὴν ἀπέσυρον. Συγχρόνως δ' ὁ δήμιος, ἵνα βραχύνῃ τὴν σκηνήν, πλησιάσας εἰς τὸν Ῥοδίνην, τὸν θανάσιμον βρόχον εἰς τὰς χεῖρας, τῷ εἶπε νὰ κλίνῃ τὴν κεφαλήν. Ἀλλὰ κατὰ ταύτην τὴν στιγμὴν ἠκούσθη μακρόθεν φωνὴ ἐναγώνιος· - Σταθῆτε, σταθῆτε! Καὶ ἐφάνη τρέχων ὁ εἰσαγγελεὺς πρὸς τὸ μέρος τῆς καταδίκης. - Διὰ τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, σταθῆτε, ἐπανέλαβεν ἀσθμαίνων καὶ κινῶν ἔγγραφά τινα εἰς τὴν χεῖρά του, ἅμα ἔφθασε. - Τί εἶναι; τί ἔγινε! ἠρώτησαν διὰ μιᾶς χίλια στόματα· καὶ οἱ ἀξιωματικοί, καὶ οἱ πρώτιστοι τῶν παρευρισκομένων τὸν περιεκύκλωσαν. - Σταθῆτε, ἐπανέλαβε πάλιν, ὡς φοβούμενος μὴ δὲν τὸν ἐνόησαν. Ὁ Ῥοδίνης ἀπολύεται, ὁ Ῥοδίνης εἶναι ἀθῷος. Καὶ ἐπιδείξας εἰς τὸν ἀξιωματικὸν διαταγὴν τοῦ Προέδρου τοῦ δικαστηρίου, ἀπῄτησε νὰ τῷ παραδοθῇ ὁ κατάδικος. Ὁ ἀξιωματικὸς ἔσπευσε χωρίς τινος δυσκολίας νὰ ἐκπληρώσῃ τὴν διαταγήν, καὶ ὁ Ῥοδίνης ἔσφιγξε τὴν χεῖρα τοῦ εἰσαγγελέως, καὶ ἀνοίξας τὰς ἀγκάλας του, περιέκλεισε τὸ τριπλοῦν σύμπλεγμα τοῦ πενθεροῦ του, τοῦ πιστοῦ ὑπηρέτου, καὶ τῆς Ἀγγελικῆς, ἣν οἱ δύω ἐκράτουν. Καὶ ὁ μὲν Βοράτης τὸν ἐφίλησε περιπαθῶς εἰς τὴν κεφαλήν· - Μᾶς ἀπεδόθης, υἱέ μου, ἔλεγε. Λοιπὸν ὑπάρχει δικαιοσύνη καὶ ἐπὶ γῆς. Ὁ δὲ γέρων Νικολὸς ἔπεσεν εἰς τὰ γόνατα, καὶ κάμνων τρὶς τὸν σταυρόν του, ἔλεγε μετὰ φωνῆς ἐπισήμου· - Μέγας εἶ σύ, Κύριε, καὶ θαυμαστὰ τὰ ἔργα σου! Ἡ Ἀγγελικὴ ὅμως ἐκυριεύθη ὑπὸ σπασμοῦ ὀλοφυρμῶν τοσοῦτον σφοδροῦ καὶ τοσοῦτον ἐπιμόνου, ὥστε ἠναγκάσθησαν νὰ τὴν μετακομίσωσιν εἰς τὴν οἰκίαν της, ὅπου ἔπεσε κλινήρης, καὶ ὑπέστη πολλῶν ἡμερῶν ἀσθένειαν. Ὅλον δὲ τὸ παρευρισκόμενον πλῆθος, ἂν καὶ μὴ γνωρίζον τὰς αἰτίας, ἀνευφήμησεν ὅμως χειροκροτοῦν, διότι, ἂν ἡ ἀγάπη τῶν Κεφαλλήνων πρὸς τὸν δολοφονηθέντα γέροντα ἐκίνησεν εἰς ὑπέρτατον βαθμὸν τὴν ἀγανάκτησιν αὐτῶν κατὰ τοῦ ὑποτιθεμένου καί, ὡς ἐνόμιζον, ἀποδειχθέντος φονέως του, ἀλλὰ τὸν Ῥοδίνην ἠγάπων καὶ ἐτίμων ἐπίσης ὅλοι κοινῶς, καὶ μετὰ μεγίστης χαρᾶς ἤκουον ἤδη ὅτι εἶναι ἀθῶος. Ὁ δὲ δημόσιος συνήγορος ὡδήγησε τὸν αἰχμάλωτόν του κατ' εὐθεῖαν εἰς τὸ δικαστήριον, ὅπου, προειδοποιηθέντες οἱ δικασταί, εἶχον συνέλθει εἰς ἔκτακτον συνεδρίασιν. Λαβὼν δὲ τὸν λόγον, - Κύριοι δικασταί, εἶπεν, ὁ πάνσοφος Θεὸς εἶναι μόνος ἀλάνθαστος. Μόνου ἐκείνου ὁ ὀφθαλμὸς διορᾷ πανταχοῦ καὶ πάντοτε τὴν ἀλήθειαν· ἡ δὲ ἀνθρωπίνη κρίσις εἶναι ἀκροσφαλής. Ἀλλὰ χρέος μας κᾂν εἶναι, ὅταν τέλος διὰ τῆς ἀχλύος τὴν ἀνακαλύπτωμεν, νὰ τὴν διακηρύττωμεν στεντορίως. Ἀνέστειλα, καθ' ὃ ἔχω δικαίωμα, τὴν ἐκτέλεσιν τῆς καταδίκης τοῦ κυρίου Ῥοδίνου, κατ' ἄδειαν τοῦ προέδρου, διότι νέαι περιστάσεις ἀνακαλυφθεῖσαι ἀποδεικνύουσι τὴν δίκην ἀνίσχυρον, καὶ δὲν θέλω, ὡς δὲν θέλετε βεβαίως ἐπίσης, νὰ πέσῃ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς ἡμῶν καὶ ἐπὶ τὰς κεφαλὰς τῶν τέκνων ἡμῶν τοῦ ἀθώου τὸ αἷμα. Μετὰ τὸ προοίμιον δὲ τοῦτο, ὃ ἐκίνησε τοῦ δικαστηρίου τὴν ἔκπληξιν, ἀνέγνω ἐπιστολὴν πρὸς αὑτὸν τοῦ συμβολαιογράφου Τάπα, Ἰταλιστὶ γεγραμμένην, ἧς ἕπεται ἡ μετάφρασις. «Κύριε δημόσιε συνήγορε. Ἡ μαρτυρία ἣν ἔδωκα εἰς τὸ δικαστήριον περὶ τοῦ θανάτου τοῦ κόμητος Ναννέτου ἦτο ψευδομαρτυρία. Ἡ διαθήκη τοῦ κόμητος ὑπὲρ τοῦ Ῥοδίνου εἶναι ἡ μόνη γνησία. Ἡ ἄλλη ὑπὲρ τοῦ ἀνεψιοῦ του Γερασίμου εἶναι πλαστή. Ἐγὼ τὴν ἔπλασα, συνεννοηθεὶς μετὰ τοῦ Γερασίμου, διότι μ' εἶχεν ὑποσχεθῆ ὅτι θὰ νυμφευθῇ τὴν κόρην μου. Εἰς ἀπόδειξιν, ἂς ἐξετασθῇ τὸ βιβλίον τῆς καταχωρήσεώς μου, ὅπου ἡ διαθήκη αὐτὴ δὲν ἐσημειώθη,οὔτε ὑπάρχει ἡ ὑπογραφὴ τοῦ κόμητος, ὡς ἀπαιτεῖ ἡ τάξις. Ὁ Γεράσιμος, ἔχων ἀντικλείδιον τοῦ οἴκου τοῦ θείου του, ἐμβῆκεν εἰς αὐτὸν διὰ νυκτός, ἠπείλησε τὸν γέροντα ὅτι θὰ τὸν φονεύσῃ, καὶ τὸν ἐβίασε νὰ τῷ ὑπογράψῃ τὴν ψευδῆ διαθήκην· καὶ ἔπειτα, ἵνα μὴ δυνηθῇ ποτὲ ὁ κόμης νὰ καταμαρτυρήσῃ αὐτοῦ, τὸν ἔπνιξε διὰ τῶν προσκεφαλαίων τῆς κλίνης του. Ἐγκλείω ἐπιστολὴν τοῦ Γερασίμου, ὅπου εἶχε τὴν ἀφροσύνην νὰ μοὶ ἐμπιστευθῇ ἐγγράφως τὴν πρᾶξίν του. Μὴ ζητῆτε ματαίως τὸν φονέα, ἤ, ἂν τὸν ζητήσητε, ἀπέλθετε εἰς τὸ ὑποστατικόν μου εἰς Λιβαθόν. Ἐκεῖ θὰ εὕρητε τὸ πτῶμά του μόνον. Ἐγὼ θὰ προλάβω τὴν θείαν δίκην καὶ τοῦ δημίου τὸν βρόχον. Μετὰ μίαν ὥραν θὰ τὸν φαρμακεύσω διὰ τοῦ οἴνου τῆς τραπέζης μου, καὶ θὰ τῷ συντρίψω τὴν κεφαλὴν διὰ τῆς σφαίρας τοῦ πυροβόλου μου, διότι ἠπάτησε τὴν θυγατέρα μου, καὶ τὴν ἐθανάτωσε διὰ τῆς προδοσίας του. Ἐκεῖ θὰ εὕρητε καὶ τὴν ἀθλίαν νεκράν· ἀποδώσατέ τῃ τὰ χριστιανικὰ καθήκοντα. Εἶναι θῦμα ἀθῶον. Ἐμὲ μὴ μὲ ζητεῖτε. Ὅταν λάβητε τὴν ἐπιστολήν μου δὲν θὰ εἶμαι εἰς Κεφαλληνίαν.» Μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν ὁ εἰσαγγελεὺς παρέδωκε τὴν ἐπιστολὴν ταύτην μετὰ τῆς ἐν αὐτῇ ἐγκεκλεισμένης εἰς τὸν πρόεδρον τοῦ δικαστηρίου, καὶ ὡς μόνον συμπέρασμα καὶ ἐπίλογον προσέθηκε, - Ζητῶ τὴν ἀπόλυσιν τοῦ Ῥοδίνου. Τὸ δικαστήριον ἀπεσύρθη πρὸς διάσκεψιν, καὶ μετ' ὀλίγον ἐπανελθόν, ἀπεφήνατο, ὅτι θεωρεῖ τὸν Ῥοδίνην ἀθῶον καὶ ἀπολύσιμον, ὅτι ὅμως πρέπει νὰ διαμείνῃ ὑπὸ κράτησιν μέχρις οὗ ζητηθῇ καὶ δοθῇ ὑπὸ τοῦ Ἁρμοστοῦ ἡ ἐπικύρωσις τῆς ἐκτάκτου ταύτης ἀναδικίας. Συγχρόνως δ' ἡ ἀστυνομία μετέβη εἰς τὴν ἀγροικίαν τοῦ Συμβολαιογράφου εἰς Λιβαθόν. Εἰς τὴν μεγαλητέραν αἴθουσαν εὗρεν ἐστρωμένην ἀκόμη τὴν τράπεζαν, καὶ κεκαλυμμένην ὑπὸ τῶν λειψάνων τοῦ δείπνου, εἰς τὸ ἓν μέρος αὐτῆς εἰς τὸ αἷμά του πλέον τὸ πτῶμα τοῦ Γερασίμου ἠκρωτηριασμένον, ἀφ' ἑτέρου δὲ τῆς τραπέζης εἰς τὸ ἀνακλιντήριον νεκρὰν τὴν Μαρίναν, ὡς νύμφην ἐστολισμένην, τὰς χεῖρας ἔχουσαν ἐσταυρωμένας ἐπὶ τοῦ στήθους, καὶ στέφανον ἀνθέων εἰς τὴν κεφαλήν. Τὸ δικαστήριον, νομίσαν ὅτι ἡ δικαιοσύνη ἔπρεπε νὰ λάβῃ πλήρη τὴν ἐφαρμογήν της, ἐδίκασε τὸν Γεράσιμον καίτοι νεκρόν, καὶ τὸν κατεδίκασεν ὡς πλαστογράφον καὶ πατραλοίαν. Τὸ πτῶμά του ἑπομένως ἐκομίσθη εἰς τὸν τόπον τῆς καταδίκης, ἐνεβάφη εἰς τὴν ζέουσαν πίσσαν, καὶ ἐκρεμάσθη εἰς τὴν ἀγχόνην, ὅπου διέμεινεν ἐπὶ ἕνα μῆνα, ταλαντευόμενον ὑπὸ τῶν ἀνέμων, φοβερὸν θέαμα διὰ τοὺς κατοίκους τοῦ Ἀργοστολίου, οἵτινες διερχόμενοι ἐμπρός του, ἀπεστρέφοντο καὶ ἔκαμνον τὸν σταυρόν των. Ἡ δὲ Μαρίνα ἐνεταφιάσθη μετὰ πομπῆς, διότι ἡ περίστασις τῆς αὐτοδηλητηριάσεώς της δὲν ἦτο γνωστή. Ὅλη ἡ πόλις συνώδευσε τὴν ἐκφορὰν τῆς νέας καὶ ὡραίας κόρης, καὶ ἔκλαυσε τὸ θῦμα τοῦ κακούργου. Μετὰ τῶν λοιπῶν δὲ τὴν συνώδευσε καὶ ἡ θυγάτηρ τοῦ κόμητος Κανίνου, Λουκία, φοροῦσα ἐνδύματα μελανά, ἃ ποτὲ δὲν κατέθεσεν ἀπὸ τῆς ἡμέρας ἐκείνης, διότι ἀπεσύρθη διὰ τὸ ἐπίλοιπον τῆς ζωῆς τῆς εἰς μοναστήριον. Ὁ περιορισμὸς τοῦ Ῥοδίνου ἦτο πρὸς ἐκπλήρωσιν τύπου μᾶλλον ἢ πραγματικός, διὰ τοῦτο ἐνηγήρθη μετὰ τῆς ἐνδεχομένης ἐπιεικείας, καί, κατ' ἐκλογὴν αὐτοῦ τοῦ ἰδίου, ἐντὸς τῆς οἰκίας τοῦ Βοράτου, ὅπου ἡ ἀσθένεια τῆς Ἀγγελικὴς τὸν εἶχεν ὑπὸ ἑκουσίαν καὶ πολὺ αὐστηροτέραν κράτησιν ἢ ὁ νόμος. Ἡ ἐπικύρωσις τῆς ἀναδικίας δὲν ἀπήντησεν οὐδεμίαν δυσκολίαν ἐξ αἰτίας τῶν ἰδιαιτέρων περιστάσεων τῆς δίκης ταύτης, καὶ τῷ διεκοινώθη ἐπισήμως καθ' ἃς ἡμέρας εἶχεν ἀναλάβει καὶ ἡ Ἀγγελική. Ὁ γάμος των ἑπομένως ἐτελέσθη χωρὶς ἀναβολῆς, καὶ ἀμέσως μετὰ ταῦτα ἀμφότεροι μετὰ τοῦ Βοράτου ἐγκατέλιπον διὰ παντὸς τῆς Κεφαλληνίαν, τόπον ἀπαισίων καὶ θλιβερῶν ἐνθυμήσεως δι' αὐτούς, καὶ κατῴκησαν μίαν τῶν ἐμπορικῶν πόλεων τῆς Εὐρώπης, ὅπου ὁ Ῥοδίνης κατέστη εἷς τῶν ἐπισημοτέρων καὶ γενικῶς τιμωμένων ἐμπόρων.
ΙΒ΄Κατὰ τὰ πρῶτα ἔτη τῆς Ἑλληνικῆς ἐπαναστάσεως ἐνθυμεῖται ἕκαστος γέροντα ἐπτανήσιον ῥακενδύτην, ὅστις περιεφέρετο εἰς τὰς πόλεις καὶ τὰ στρατόπεδα, φέρων πήραν εἰς τοὺς ὤμους, καὶ εἰς τὰ ῥυπαρά του ἐνδύματα ἔχων προσεῤῥαμένα ἐμπρὸς καὶ ὀπίσω πτερὰ πετεινῶν, οὐρὰς κυνῶν, καὶ ἄλλα ἀλλόκοτα προσαρτήματα, τοῖς παιδίοις ἵν' ᾖ γέλως. Αὐτὸς ἦτο πανταχοῦ τὸ παίγνιον τῶν στρατιωτῶν, οἵτινες ἐκάγχαζον εἰς τὰ ἄσεμνα σχήματά του καὶ τοὺς ἀνοήτους του λόγους, καὶ εἰς ἀνταμοιβὴν τῷ ἔῤῥιπτον τὰ κόκκαλα ἀπὸ τῶν τραπεζῶν των. Ἐνίοτε ἡ παραφροσύνη του ἐκορυφοῦτο εἰς μανίαν, ὅτε μάλιστα συνέπιπτε νὰ ἰδῇ αἷμα. Τότε ἄφρονες λέξεις ἐξήρχοντο τοῦ στόματός του. - Γιά σου, μωρὲ κόντε, ἠκούετο λέγων. Σφίξε, σφίξε καλά, νὰ σκάσῃ ὁ παλαιόγερος. Κοίταξέ τον! Γουρλώνει τὰ ματία ὁ πόβερος. Ῥούφηξέ τον ἀμμὰ τὰ μάτια νὰ μὴ πεταχθοῦν ἀπάνω σου. Αἲ κανάλια! Τὸ ἔσφαξε τὸ ἄσπρο μου περιστέρι! Ἂ μπέστια! φαρμάκι τὸ πότισες τὸ γλυκό μου ἀρνί! Πιέ, Γεράσιμε, σ' τὴν ὑγειὰ τοῦ Διαβόλου! ὁ τζίος σὲ τὸ κερνᾷ. Φωτιὰ καίει τὰ χέρια μου, Γεράσιμε, καὶ τὴν γλῶσσά μου! Νὰ πλύνω τὰ χέρια μου εἰς τὸ αἷμά σου! νὰ ῥουφήξω τὰ μυαλά σου νὰ δροσισθῶ. Τὸ πρόσωπόν του, ὅταν ἐπρόφερε τὰς καταχθονίους αὐτὰς φαντασίας, ἐλάμβανεν ἔκφρασιν θηριώδη. Οἱ ἀγροῖκοι στρατιῶται ὅμως ἐκάγχαζον ἀκούοντές τον, καὶ τὸν παρώξυνον νὰ τὰς ἐπαναλάβῃ, ἂν καὶ ἤξευρον ὅτι ἅμα ἐξήρχετο τῆς φοβερᾶς ταύτης κρίσεως, ἀπεσύρετο ἐξηγριωμένος, καὶ ἐπὶ δύω ἡμέρας δὲν ἐφαίνετο πλέον. Ὁ ἐλεεινὸς οὗτος ἐπαίτης ἦτον ὁ συμβολαιογράφος Τάπας. Μὴ ἔχων τὴν ἀνδρείαν νὰ ὑπομείνῃ εἰς τὴν πατρίδα του τὴν ἀμοιβὴν τῶν πράξεών του, τὸν θάνατον διὰ τῆς ἀγχόνης, κατέφυγε τὴν φρικτὴν ἐκείνην νύκτα τῆς δολοφονίας τοῦ Γεράσιμου εἰς τὴν Ἑλλάδα, ἐλαφρῶς μόνον τὸ ὄνομά του μεταβαλών· ἐνταύθα δέ, ὑπὸ τῆς ἐριννύος τῆς συνειδήσεώς του οἰστρηλατούμενος, καὶ εἰς τὰς αἱματηρὰς φαντασίας του καὶ εἰς τὴν θλῖψιν του διὰ τὴν στέρησιν τῆς θυγατρός του ἀποπνίξας τὸ λογικόν του, περιῆλθεν εἰς τὴν οἰκτρὰν ἐκείνην κατάστασιν, ἥτις ἦτο τῆς θείας ἐκδικήσεως τρομερὸν παράδειγμα, καὶ ἐπανάληψις τῆς τιμωρίας τοῦ Κάϊν. Ὅταν δέ, μετὰ τὴν ἅλωσιν τοῦ Μεσολογγίου, ὁ Καραΐσκος ἐξεστράτευσεν εἰς τὴν Στερεὰν ὅπως ἐκδικήσῃ τὴν μάρτυρα ταύτην πόλιν, ὁ γέρων Κεφαλλὴν εὑρίσκετο μεταξὺ τῶν ὑποζυγίων τοῦ στρατοπέδου, καὶ συνέπεσε νὰ παρακολουθήσῃ ἀπόσπασμα ῥιφθὲν ὑπὸ τῆς τύχης τοῦ πολέμου πρὸς τὴν Ἀκαρνανικὴν παραλίαν. Περὶ τὴν δείλην ἦτον, ὅταν, μετὰ μίαν τῶν συνήθων ἐκρήξεων τῆς μανίας του, ἀποσυρθεὶς παραφόρως τοῦ στρατοπέδου, περιεφέρετο εἰς τὰ ὅρη τυχαίως. Ἀναῤῥιχηθεὶς δὲ ταχὺς ὡς αἴλουρος πετρώδη ῥάχιν ἥτις ὑψοῦτο ἐμπρός του, εὑρέθη εἰς τὸ χεῖλος καθέτου κρημνοῦ, οὗ ἡ βάσις εἰς βάθος διακοσίων ποδῶν ἔτρυζεν ὑπὸ τὴν ἀέναον προσβολὴν τῶν κυμάτων. Τὸ βλέμμα τοῦ Τάπα ἐξετάθη εἰς τὸ Ἰόνιον πέλαγος, καὶ ἐπὶ τοῦ λαμπρῶς φωτιζομένου ὁρίζοντος τῆς δύσεως εἶδεν ἀντικρύ του ἰσχυρῶς ἀναφαινομένην τὴν Κεφαλληνίαν, καὶ ἡ καρδία του ἐσκίρτησεν ὡς μέλλουσα νὰ διαῤῥαγῇ ὅταν προσέβαλε τὰς ὄψεις του τὸ γνωστὸν σχῆμα τῶν κορυφῶν τοῦ Μεγάλου Βουνοῦ. - Μαρίνα μου, Μαρίνα μου, ἔκραξεν, ἔτρεχα τὸν κόσμον νὰ σὲ ζητῶ. Ἔτρεξα τὰς νύκτας καὶ τὰς ἡμέρας, ἔτρεξα τὰς κοιλάδας καὶ τὰ βουνά. Ἐδὼ λοιπὸν ἤσουν, κόρη μου, καὶ μ' ἐπρόσμενες! Μὴ φεύγῃς, ἔρχομαι, ἔρχομαι. Καὶ ἓν βῆμα προὐχώρησε πρὸς τὸ ὅραμα τῆς καρδίας του· ἀλλὰ τὸ βῆμα τοῦτο ἦτον ἐπὶ τοῦ βαράθρου, καὶ τὸ ἀφρίζον κῦμα ἔσβυσε καὶ τὰς τύψεις τοῦ συνειδότος του, καὶ τοὺς πόνους του, καὶ τὴν μνήμην του. |
Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, «Ο συμβολαιογράφος», Άπαντα τα Φιλολογικά, τόμ. Ι΄: Διηγήματα, εν Αθήναις, τύποις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, 1882 (κεφ. Ι΄- ΙΒ΄), σσ. 89-107