ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
Δέλτα, Πηνελόπη
Τρελαντώνης (απόσπασμα)
Η΄Μπάτης ὁ Γρουσούζης.−«Ἀντώνη, Τρελαντώνη, ἔλα μέσα, μὴν πάγω στὴν Κυρία!» φώναξε ἡ Άφροδίτη ἀπὸ μέσα ἀπὸ τὴν κρεβατοκάμαρα. − «Φυσάει μπάτης,» ἀποκρίθηκε ὁ Άντώνης ἀπὸ τὸ μπαλκόνι, ὅπου, μὲ τὸ νυχτικό του ἀκόμα, σήκονε στὸν ἀέρα ἕνα σαλιωμένο δάχτυλο, γιὰ νὰ δεῖ ἀπό ποῦ τοῦ τὸ κρύονε ὁ ἄνεμος. Μελαγχολικὰ μπῆκε μέσα. «Θὰ πάμε στὴν ἐκκλησία, » εἶπε. − «Ναί; Τὄπε ἡ θεία;» ῥώτησε ξαφνισμένη ἡ Ἀλεξάνδρα. − «Ὄχι. Μὰ παρατήρησα πὼς κάθε φορά ποὺ τὴν Κυριακὴ φυσάει μπάτης, ἡ θεία μᾶς παίρνει στὴν ἐκκλησία.» Γρινιάρικα, ἀπὸ τὸ κρεβάτι της ὅπου κάθουνταν μὲ τὰ παπουτσωμένα της πόδια κρεμαστά, καὶ τὰ μαλλιά της ἀκόμα στὰ χαρτιά, ποὺ τῆς τὰ τύλιξε ἡ Άφροδίτη ἀπὸ βραδύς, γιὰ νὰ εἶναι κατσαρὰ τὴν Κυριακή, κατσουφιασμένη εἶπε ἡ Πουλουδιά, −« Ἐγὼ ξέρω πὼς σὰ βάλει ἡ θεία τὸ μενεξελί της μεταξωτὸ φόρεμα, βρέχει. Ὄχι σὰ φυσάει μπάτης….» − «Ποιός σοῦ εἶπε πὼς θὰ βρέξει;» διέκοψε ὁ Ἀντώνης. «Εἶπα πὼς θὰ πάμε στὴν ἐκκλησία. Σὰν νὰ μὴ φθάνει ποὺ δὲ βουτοῦμε στὴ θάλασσα τὴν Κυριακή! Κ' ἐγὼ σήμερα ἤθελα νὰ παίξω πόλεμο μὲ τοὺς στρατιῶτες μου. Οὔφ! μπελάς!» Ἡ Ἀφροδίτη, ποὺ ἀποκούμπονε τοῦ Άλεξάνδρου τ' ἄσπρα στιβαλάκια, τὸν ἀγριοκύταξε. − «Δὲν ντρέπεσαι, Άντώνη, νὰ λὲς μπελὰ τὴν ἐκκλησία !» τοῦ εἶπε αὐστηρά. Ὁ Άντώνης κοντοστάθηκε, καὶ ἀλήθεια ντράπηκε καὶ κοκκίνισε. − «Μὰ ναί,» εἶπε ξαναβρίσκοντας τὴν τόλμη του μαζὶ μὲ τὴν ἀπάντηση, «ἐδῶ δὲ μ' ἀρέσει ἡ ἐκκλησία! Στὴν Ἀλεξάνδρεια πηγαίναμε στὸν Ἄγιο−Σάββα, στεκόμασταν στὸ στασίδι τῆς μαμᾶς, καὶ λειτουργοῦσε ὁ Πατριάρχης, καὶ εἴχαμε καὶ τὸ ἐγκόλπιό μας καὶ τὰ ἔλεγε σιγὰ ὁ Πατριάρχης καὶ μεῖς τὰ διαβάζαμε στὸ ἐγκόλπιο, καὶ ξέραμε πότε θὰ ποῦν τὸ Εὐαγγέλιο καὶ πότε θὰ βγοῦν τ' Ἅγια. Ἐδῶ…. Πρῶτον ἐδῶ εἶναι πάντα γεμάτη ἡ ἐκκλησία, καὶ μᾶς σπρώχνουν ἀπ' ὅλες τὶς μεριές….» − «Ἐδῶ ἔχετε τῆς θείας σας τῆς Ἀργίνης το στασίδι,» διέκοψε ἡ Άφροδίτη. − «Μπά! Σὰν μπεῖ μέσα ἡ θεία Μαριέτα, τὸ πιάνει ὅλο, εἶναι τόσο παχειά!» εἶπε ὁ Άντώνης. «Ἐμεῖς στεκόμαστε ἐμπρός της, στὴν ἀράδα. Καὶ κάνει μιὰ ζέστη! Καὶ δὲν ἔχομε ἐγκόλπια…. τὰ ξεχάσαμε στὴν Άλεξάνδρεια. Καὶ τὰ λέγει γρήγορα καὶ μὲς στὴ μύτη του ὁ παπὰ−Δημήτρης καὶ δὲν καταλαβαίνω τίποτα, καὶ βαρυοῦμαι, καὶ δὲν περνᾶ ἡ ὥρα. Καὶ ὅλο λέγει ὁ παπὰ−Δημήτρης,− 'Κύριω−ω ἐλώ−ω−ωη−σον! Κύριω−ω ἐλώ−ω−ωη−σον!'» −«Κανένας δὲ λέγει ποτὲ Κύριω ἐλώησον,» διαμαρτυρήθηκε ἡ Άφροδίτη. − «Ναί, τὸ λέγει ὁ παπὰ−Δημήτρης,» βεβαίωσε φωναχτά, ἀπὸ πίσω ἀπὸ τὸν μπερντέ, ὅπου λούζουνταν σ' ἕνα στρογγυλὸ μπανάκι, ἡ Άλεξάνδρα, ποὺ πάντα ὑποστήριζε τὸν Άντώνη. «Κ' ἐγὼ τὸ ἄκουσα. Καὶ σὺ δὲν τ' ἄκουσες, Πουλουδιά;» Μὰ ἡ Πουλουδιὰ εἶχε χαθεῖ. − «Ποῦ πῆγε πάλι αὐτὸ τὸ παιδί!» ἔκανε ἡ Άφροδίτη. Καὶ μπῆκε στὸ πλαγινὸ δωμάτιο νὰ τὴ γυρέψει. Ὁ Άντώνης σήκωσε τοὺς ὤμους του. − «Σηκώθηκε μὲ στραβὸ ποδάρι σήμερα ἡ Πουλουδιά,» εἶπε. «Οὔτε τὸ κρύο νερὸ δὲν τὴν ξεστράνεψε.» Καὶ ἀλήθεια. Μόλις εἶχε κατέβει ἀπὸ τὸ κρεβάτι της, ἄρχισε τὴ γρίνα πὼς τῆς πῆρε κάποιος τὴ μιά της παντούφλα. Ἀρνήθηκαν τ' ἀδέλφια της, ἐπέμεινε κείνη, καὶ τὸ πράμα γύριζε στὸν καυγά, ὅταν ἀνακάλυψε ὁ Άλέξανδρος τὴν παντούφλα σκαλωμένη στὴν κουνουπιέρα της. Καὶ τώρα τὴν ἔχασαν τ' ἀδέλφια της κ' ἔφυγε καὶ ἡ Άφροδίτη. Κ' ἔξαφνα ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τῆς θείας στὴ σκάλα. − «Πουλουδιά! Ποῦ πᾶς ἔτσι ἄντυτη, μὲ τὰ μαλλιά σου ἀκάμωτα; Πήγαινε ἀπάνω ἀμέσως!» Καὶ ἡ δειλὴ φωνὴ τῆς Πουλουδιᾶς, −«Πήγαινα νὰ πῶ τῆς Ἀλίς…. Εἶπε ὁ θεῖος νὰ ποῦμε τῆς Ἀλίς….» Καὶ πάλι ἡ φωνὴ τῆς θείας. − «Καὶ εἶναι τέτοια βία; Νὰ τρέχεις μὲ τὸ μισοφόρι σου στὰ σοκάκια; Γρήγορα πάνω! » Καὶ ἀκολούθησε σιωπή. Καὶ ὕστερα ἀκούστηκαν ἀργὰ βήματα καὶ παρουσιάστηκε ἡ Πουλουδιὰ ἐμπρὸς στ' ἀδέλφια της, ντροπιασμένη, μὲ τοὺς ὤμους καὶ τὰ μπράτσα γυμνά, τὰ μαλλιά της ὅλα στὰ χαρτιά, κουλούρια−κουλούρια. Ἦταν ντροπιασμένη, γιατὶ τὸ ἤξερε πὼς θὰ τὴν κορόϊδευαν τ' ἀδέλφια της, πὼς θέλησε νὰ κάνει τὴ μεγάλη καὶ νὰ πάγει νὰ καλέσει τὴν Ἀλὶς γιὰ τὸ ἀπόγεμα, ἐνῶ ἦταν ἀποφασισμένο πὼς θὰ πήγαινε ἡ Άλεξάνδρα στ' ὄνομα τῶν ἀδελφῶν της. −«Εἶσαι μιὰ ζαβολιάρα!» τῆς εἶπε ἡ Άλεξάνδρα, ποὺ δὲν ἀνέχουνταν ἀπὸ κανένα νὰ τῆς πάρει τὰ πρωτοτόκια της. «Εἴχαμε συμφωνήσει πὼς θὰ πήγαινα ἐγὼ στῆς Ἀλίς.» −«Καθόλου,» εἶπε κακιωμένη ἡ Πουλουδιά, «ἐγὼ δὲ συμφώνησα καθόλου, οὔτε καὶ ὁ Άλέξανδρος. Ἐμεῖς εἴπαμε νὰ πᾶμε ὅλοι μαζί.» −«Γιατὶ λοιπὸν πῆγες μονάχη;» ρώτησε ὁ Άντώνης. Ἡ Άλεξάνδρα, ποὺ εἶχε ξετυλίξει ὅλα τὰ χαρτιὰ ἀπὸ τὰ μαλλιά της κ' ἑτοιμάζουνταν νὰ τὰ χτενίσει, γύρισε ἀπειλητικὰ μὲ τὸ χτένι στὸ χέρι. −«Καλὰ λέγει ὁ Άντώνης. Ἂν ἦταν νὰ πᾶμε ὅλοι μαζί, γιατί πήγαινες ἐσύ, κρυφά, μονάχη;» − «Ἐγὼ δὲν πήγαινα κρυφά!» ἀναφώνησε ἡ Πουλουδιά, παλεύοντας μ' ἕνα κατσαρὸ ποὺ δὲν ἤθελε νὰ χωριστεῖ ἀπὸ τὸ χαρτί του. − «Ἀμὲ τί ἔκανες; Γιατί δὲ μᾶς εἶπες πὼς πᾶς στῆς Ἀλίς;» − «Γιατὶ ἐσὺ καὶ ὁ Άντώνης ὅλο συμφωνεῖτε μαζὶ καὶ κάνετε ὅ,τι θέλετε σεῖς, κ' ἐμεῖς δὲν εἴμαστε τίποτα, ὁ Άλέξανδρος κ' ἐγώ,» ξέσπασε ἡ Πουλουδιά, ἕτοιμη νὰ κλάψει, τραβώντας μὲ ἀπελπισία τὸ χαρτί ποὺ δὲν ἔβγαινε. − «Προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις! Δὲν ξέρεις τί νὰ πεῖς! Ὅλο τὴ μεγάλῃ θέλεις νὰ μᾶς κάνεις, κ' ἔχεις καὶ τὴν ἀπαίτηση νὰ παντρευτεῖς μὲ τὸ Γιάννη!» ἀποκρίθηκε ἡ Άλεξάνδρα, γυρεύοντας μὲ τὸ ἐλεύθερό της χέρι νὰ βοηθήσει τὴν ἀδελφή της. Ἡ Πουλουδιὰ ἔμπηξε τὰ κλάματα. − «Μὲ πόνεσες!» φώναξε πεισμωμένη. − «Πῶς σὲ πόνεσα;» − «Καὶ πρῶτον δὲ θέλω νὰ παντρευτῶ μὲ τὸ Γιάννη! Καὶ σὺ μὲ πόνεσες, μοῦ τράβηξες τὰ μαλλιά μου!» −«Ξετύλιξα δηλαδὴ τὸ χαρτὶ ποὺ τραβοῦσες! Αὐτὸ εἶναι τὸ εὐχαριστῶ; Μπράβο σου!» − «Δὲν κλαῖς γι' αὐτό,» τῆς εἶπε ὁ Άντώνης, «οὔτε γιὰ τὸ Γιάννη. Κλαῖς γιατὶ ξέρεις πὼς ἔκανες μιὰ ζαβολιά. Ἔλα, πές το» − «Δὲν ἤθελα καθόλου νὰ κάνω ζαβολιά! Ἤθελα μόνο νὰ δῶ τί θὰ πεῖ ἡ Ἀλὶς καὶ ἂν ἦταν θυμωμένη,» διαμαρτυρήθηκε ἡ Πουλουδιά. «Νά, ρώτα τὸν Άλέξανδρο!» Μὰ ὄρθιος κοντὰ στὴν πόρτα χτενισμένος, ντυμένος, ὁλοπάστρικος, ὁ Άλέξανδρος δὲν εἶχε γνώμη. Κύταζε μιὰ τὴν Πουλουδιά, ποὺ ἔκλαιγε καὶ διαμαρτύρουνταν στ' ὄνομά της καὶ στὸ δικό του, καὶ μιὰ τὸν Άντώνη καὶ τὴν Ἀλέξανδρα ποὺ τὴν κατηγοροῦσαν τόσο κατηγορηματικά, καὶ ἀπόφαση δὲν ἔβγαζε. Τὸν συγκινοῦσε ἡ Πουλουδιά, ποὺ ὅλο ἀνέφερε τὴ γνώμη του. Μὰ πάλι, νὰ εἶναι ζαβολιάρα….; Καὶ ἀναστέναξε ὁ Άλέξανδρος μὲ ἀνακούφιση σὰν εἶπε ὁ Άντώνης τὸ τελειωτικὸ «Παύσατε πῦρ!» ποὺ στὴ γλῶσσα τῶν ἀδελφῶν σήμαινε, «Φθάνουν πιὰ οἱ καυγάδες. » Καὶ τὸ ἤξερε ὁ Ἀλέξανδρος, πὼς στὶς μαγικὲς αὐτὲς λέξεις, κανένας δὲν ἀντιστέκουνταν ποτέ, πρὸ πάντων σὰν τὶς ξεστόμιζε ὁ Άντώνης προστακτικά, μὲ ὕφος μεγάλου στρατηγοῦ. Μὰ ἦταν γραφτὸ ἡ Κυριακὴ αὐτὴ νὰ μὴν πάει καλά. Στὸ πρόγευμα σὰν κατέβηκαν τ' ἀδέλφια, τοὺς εἶπε ἡ θεία, −«Σβέλτα λιγάκι, παιδιὰ. Πάρετε τὸν καφέ σας χωρὶς χασομέρι, καὶ ὕστερα τὰ καπέλα σας. Θὰ σᾶς πάγω στὴν ἐκκλησία.» − «Δὲ σοῦ τὄπα ἐγώ; Νὰ ὁ μπάτης!» μουρμούρισε ὁ Ἀντώνης ἀνεβαίνοντας μὲ τὴν Πουλουδιὰ νὰ φέρουν τὰ καπέλα ὅλων τῶν ἀδελφῶν, ἐνόσω ξεπετιοῦνταν ἡ Άλεξάνδρα στὸ πλάγι γιὰ νὰ καλέσει τὴν Ἀλίς. «Τὸ ἤξερα πὼς θὰ πᾶμε. Πάντα ὁ μπάτης φέρνει γρουσουζιά.» Μὰ δὲ σταμάτησε κεῖ ἡ γρουσουζιὰ τοῦ μπάτη. Σὰν ἐπέστρεψε ἡ Ἀλέξανδρα τρεχάτη, μὴν ἀνυπομονήσει ἡ θεία, ἔφερε ἄλλη μιὰ ἀπογοητευτικὴ εἴδηση: ἡ Ἀλὶς καὶ τ' ἀδέλφια της εἶχαν φύγει πρωῒ−πρωῒ γιὰ ἕνα μέρος ποὺ τὸ λένε Κηφισιά, σὲ μιᾶς θείας τους, καὶ δὲν ἤξερε ἡ μαγείρισσα σὲ πόσες μέρες θὰ γυρίσουν. − «Ὡραῖα!» μουρμούρισε ὁ Άντώνης, «πάει καὶ τὸ ἀπόγεμά μας!» Στὴν ἐκκλησία, μιὰ στιγμή, νόμισαν πὼς διωρθώθηκαν τὰ πράματα. Ὁ παπὰ−Δημήτρης ἐξακολουθοῦσε νὰ ψέλνει μὲ τὴ μύτη τὸ «Κύριω−ω ἐλώ−ω−ωησον», ὅταν ἔξαφνα ἔγινε γενικὸ σούσουρο, ἄντρες καὶ γυναῖκες παραμέρισαν, ἄνοιξαν δρόμο, καὶ ὁ Βασιλέας καὶ ἡ Βασίλισσα μέ τὶς δυὸ βασιλοποῦλες ἦλθαν καὶ στάθηκαν ἀκριβῶς ἐμπρὸς στὸ στασίδι τῆς θείας Ἀργίνης, ποὺ τὸ γέμιζε μεγαλόπρεπα ἡ θεία Μαριέτα καὶ τὸ πράσινο μεταξωτό, ὅλο φραμπαλάδες φόρεμά της. Ὁ Βασιλέας ἀνταπέδωσε γελαστὰ τὸ χαιρετισμὸ τοῦ θείου καὶ τῆς θείας. Ἡ Βασίλισσα ὅμως δὲ γύρισε. Ἴσια καὶ σοβαρὴ κύταζε τὸ Ἱερὸ μπροστά της. Τ' ἀδέλφια οὔτε ἄκουαν πιὰ τὸν παπὰ−Δημήτρη. Τὰ κορίτσια θαύμαζαν τὴ μεγάλη βασιλοπούλα, ποὺ φοροῦσε ἕνα τριανταφυλλὶ κλειστὸ καπέλο, δεμένο κάτω ἀπὸ τὸ πηγούνι, καὶ εἶχε τὰ μαλλιά, μακριὰ καὶ ξανθά, σκόρπια στὴ ράχη, ἐνῶ ὁ Άντώνης μελετοῦσε τὸ Βασιλέα, ποὺ βαστοῦσε στὸ ἕνα του χέρι τὴ σταχτειά του ρεπούμπλικα καὶ ἀκουμποῦσε μὲ τὰ δυὸ χέρια στὸ μπαστούνι του χωρὶς νὰ καμπουριάζει. Πῶς στέκουνταν ἆραγε ἡ ράχη του τόσο ἴσια; Ἦταν πολὺ ψηλὸ τὸ μπαστούνι του; Ἢ μήπως δὲν τ' ἀκουμποῦσε χάμω; Ὁ θεῖος πάντα στρογγύλευε τὴν πλάτη, σὰν ἀκουμποῦσε μὲ τὰ δυὸ χέρια στὸ μπαστούνι του. Ἂν εἶχε μπαστούνι ὁ Άντώνης, θὰ μποροῦσε ἆραγε νὰ σταθεῖ σὰν τὸ Βασιλέα, μὲ τὴ ράχη κολόνα; Ἰσιώθηκε, ἄπλωσε τὰ χέρια μ' ἕνα ὑποθετικὸ μπαστούνι στὸ χέρι, κυτάζοντας νὰ πάρει τὴ στάση τοῦ Βασιλέα καί…. Μὰ νὰ πάλι ἡ γρουσουζιὰ τοῦ μπάτη! Τὴν ἴδια στιγμή, τρεχάτο πέρασε πίσω του ἕνα τρελόπαιδο, τὸν ἔσπρωξε, ἔχασε ὁ Άντώνης τὴν ἰσορροπία του κ' ἔπεσε μπρὸς στὸ Βασιλέα, παρασέρνοντας καὶ τὸ μπαστούνι καὶ τὴ σταχτειὰ ρεπούμπλικα. Πάφ! Πούφ! Κλάκ − κλάκ − κλάκ! Γύρισε ὅλη ἡ ἐκκλησία! Μόνη ἡ Βασίλισσα δὲν ταράχθηκε, καὶ σιγά, μὲ τὸ χέρι ξαναγύρισε πρὸς τὸ Ἱερό τὸ πρόσωπο τῆς μικρῆς βασιλοπούλας, ποὺ εἶχε στρέψει νὰ δεῖ καὶ ποὺ ἔμπηξε τὰ γέλοια. Ὁ Ἀντώνης ἤθελε νὰ τὸν εἶχαν καταπιεῖ οἱ πλάκες τῆς ἐκκλησίας. Τόσο ντράπηκε, ὥστε οὔτε ἄκουσε τὸ Βασιλέα ποὺ εἶπε χαμηλόφωνα τοῦ θείου μὲ τὴ δυνατὴ ξενική του προφορά, − «Παρακαλῶ! Παρακαλῶ! Δὲ φταίγει τὸ παιδί. Εἶναι πολὺς ὁ κόσμος, καὶ πέφτει μικρὴ ἡ ἐκκλησία γιὰ τὶς μεγάλες ἑορτές.» Τὸ ἄκουσε ὅμως ἡ Άλεξάνδρα, καὶ τοῦ τὸ ἐπανέλαβε ὕστερα γιὰ νὰ τὸν παρηγορήσει, σὰν ἐπέστρεφαν στὸ σπίτι, ὅλοι μαζί, τὰ τέσσερα ἀδέλφια μπροστά, ὁ θεῖος καὶ ἡ θεία πίσω. Καὶ παρηγορήθηκε ὁ Ἀντώνης γιὰ τὸ μάλωμα τῆς θείας καὶ τὴν τιμωρία νὰ μὴ φάγει γαλατομπούρεκο τὸ μεσημέρι. Ὅλα θὰ πήγαιναν πιὰ καλά, ἂν δὲν εἶχαν φουσκώσει τὰ μυαλὰ τῆς Άλεξάνδρας, ποὺ μαζὶ μὲ τὰ παρηγορητικὰ λόγια τοῦ Βασιλέα εἶχε ἀκούσει κ' ἕνα ἄλλο· πὼς τὴν ὡραία βασιλοπούλα μὲ τὸ τριανταφυλλὶ καπέλο καὶ τὰ ξέπλεκα μαλλιά, τὴν ἔλεγαν καὶ αὐτὴν Άλεξάνδρα. Ποιός τὴν ἔπιανε πιὰ τὴν Άλεξάνδρα! Πῆγε νὰ ρωτήσει ἡ Πουλουδιὰ πῶς τὴ λέγανε τὴ μικρὴ βασιλοπούλα, καὶ τῆς ἀποκρίθηκε ἡ Άλεξάνδρα πὼς οὔτε ἤξερε οὔτε τὴν ἔνοιαζε. Καὶ εἶπε δειλὰ ἡ Πουλουδιά, −«Ἐγὼ νομίζω πὼς τὴ λὲν Πουλουδιά.» Τὴν κορόϊδεψαν τ' ἀδέλφια της πὼς τέτοιο ἄσχημο ὄνομα δὲν μποροῦσε νὰ τὸ ἔχει βασιλοπούλα, καὶ ντράπηκε ἡ Πουλουδιὰ καὶ συμμαζεύτηκε καὶ δὲν εἶπε πιὰ τίποτα. Καὶ ὕστερα φούσκωσε, φούσκωσε ἡ Άλεξάνδρα ἀπὸ ὑπερηφάνεια γιὰ τὴ συνονόματή της, τὴν ὄμορφη βασιλοπούλα, ὣς ποὺ μπούχτισε ὁ Άντώνης καὶ φουρκίστηκε καὶ ξέσπασε καὶ εἶπε, −«Μᾶς σκότισες μὲ τὴ βασιλοπούλα σου! » Καὶ τότε θύμωσε καὶ ἡ Άλεξάνδρα καὶ σήκωσε ψηλὰ τὸ κεφάλι της καὶ πῆρε ἕνα βιβλίο καὶ κάθησε χωριστὰ κι ἔκανε πὼς διαβάζει. Μὰ δὲ διάβαζε καθόλου καὶ ὅλοι βαρέθηκαν πολύ. Καὶ εἶπε μὲ παράπονο ὁ Άλέξανδρος, ποὺ εἶχε καθήσει χάμω ὣς ποὺ νὰ ξεμαλώσουν τ' ἀδέλφια του, καί ποὺ βαρυοῦνταν περισσότερο καὶ ἀπὸ τοὺς ἄλλους, εἶπε, ἕτοιμος νὰ βάλει τὰ κλάματα, − «Αὐτὸς ὁ μπάτης σήμερα εἶναι πολὺ κακός!» Ἔχωσε ὁ Άντώνης τὰ χέρια του στὶς τσέπες, στριφογύρισε στὸ τακούνι του, σφύριξε τὸ «Ὤ, λυγηρὸν καὶ κοπτερὸν σπαθί μου!» καὶ βγῆκε ἀπὸ τὴν κάμαρα σειάμενος−κουνάμενος. Μὰ δὲν πρόφθασαν τὰ κορίτσια ν' ἀνταλλάξουν πέντε λόγια μὲ τὸν Άλέξανδρο, καὶ ξαναμπῆκε σὰ σίφουνας. Ἀκτινοβολοῦσε ὅλος. − «Θὰ πᾶμε τὸ ἀπόγεμα στῆς θείας Ἀργίνης! Μοῦ τὸ εἶπε ὁ θεῖος. Ἔστειλε μήνυμα ἡ θεία Ἀργίνη πὼς θἄρθει ἐκείνη ἐδῶ καὶ νὰ πᾶμε μεῖς ἐκεῖ. Θἄρθει ἡ Μαριόρα, ἡ τραπεζιέρα της, νὰ μᾶς πάρει, καὶ θὰ πᾶμε μονάχοι μας! Ζήτω! Ζήτω!» Πάει ἡ κακοκεφιά, πάει καὶ ὁ βαρεμός. Μόλις ἄγγιξαν φαγὶ τ' ἀδέλφια στὸ τραπέζι, τέτοια ἦταν ἡ ἀνυπομονησία τους νὰ πᾶν στῆς θείας Ἀργίνης, νὰ δοῦν τὰ καινούρια τους ἐξαδέλφια, ποὺ ὅλο τ' ἄκουαν καί ποὺ δὲν τὰ γνώριζαν ἀκόμα. Ὣς ποὺ νὰ ἔλθει ἡ Μαριόρα, τοὺς φάνηκε πὼς πέρασαν χρόνια. Ὣς ποὺ νὰ φθάσουν στὸ σπίτι, πὼς ἔκαναν τὸ γύρο τοῦ κόσμου. Τῆς θείας Ἀργίνης τὸ σπίτι ἦταν σὲ μιὰ πλατεία μὲ μερικὰ δέντρα σκονισμένα, καὶ λίγες τζιννιὲς χλωρωτικές, ποὺ ὀρτσόνουνταν στ' ἀτροφικὰ τους κλωνάρια. Μὰ στὰ μάτια τῶν τεσσάρων ἀδελφῶν ποτὲ δὲν ἄνθισαν ὡραιότερα λουλούδια, οὔτε βλάστησαν πρασινώτερα δέντρα. Κ' ἐδήλωσαν τῆς Μαριόρας πὼς ποτὲ στὴν Άλεξάνδρεια δὲν εἶδαν τέτοιο ὡραῖο περιβόλι. − «Καὶ τὰ δικά μας παιδιὰ τὸ ἀγαποῦν,» εἶπε καμαρόνοντας ἡ Μαριόρα. Μὰ σὰ μπῆκαν στὸ σπίτι καὶ ἀντίκρυσαν «τὰ δικά μας παιδιά», ποὺ τοὺς φάνηκαν λαὸς ὁλόκληρος, τὰ τέσσερα ἀδέλφια ἔπαθαν γλωσσοδέτη. Ἦταν ὅλα ἐκεῖ, τὰ ἑπτὰ παιδιὰ τῆς θείας Ἀργίνης, μιὰ σκάλα ἀπὸ ἀγόρια καὶ κορίτσια ὅλων τῶν ἡλικιῶν, ἀπὸ δεκαπέντε χρονῶν ὣς δύο. Τὰ δυὸ μεγάλα κορίτσια, ἡ Κατίνα, μελαχροινή, καὶ ἡ Κλειώ, ξανθή, ἐπιβλήθηκαν πολὺ στὰ τέσσερα ἀδέλφια μέ τὶς μακρειές τους φοῦστες καὶ τὶς πλεξοῦδες τους σηκωμένες καὶ δεμένες στὸ σβέρκο, μὲ φαρδειὲς καφετιὲς κορδέλες. Ὕστερα ἦταν ὁ Γιάννης, ὁ φίλος τους, ὁ μόνος ποὺ γνώριζαν. Ὕστερα ἡ Άλεξάνδρα, μαζεμένη καὶ σιωπηλή. Ὕστερα ὁ Μανώλης, ποὺ τὸν ἔλεγαν τ' ἀδέλφια του Μπανανάκη, γιατὶ ἀγαποῦσε πολὺ τὶς μπανάνες καὶ τοῦ τὶς ἔφερνε δῶρο κάθε ταξιδιώτης ποὺ ἔφθανε μὲ τὰ Αἰγυπτιακὰ βαπόρια. Ὕστερα ὁ Άλέκος, ὁλοστρόγγυλος καὶ ξανθός, καὶ τελευταία ἡ Λουκία, ποὺ ἦταν μικρότερη ἀπὸ τὸν Άλέξανδρο, καὶ κάθουνταν χάμω, μιὰ μπάλα στὰ μπλοῦ ντυμένη, μὲ κατακόκκινα μάγουλα καὶ μαῦρα, κοντὰ καὶ σγουρὰ μαλλιά. Ἡ Κατίνα ἄπλωσε τὸ χέρι μεγαλόπρεπα καὶ εἶπε, − « Καλημέρα.» Ἡ Κλειὼ ὅμως γονάτισε μπρὸς στὸν Άλέξανδρο, τοῦ ἔβγαλε τὸ καπέλο του, καὶ μὲ τὰ ὄμορφα δάχτυλά της τοῦ διώρθωσε τὶς ξανθές του μποῦκλες καὶ τὸν εἶπε «Χρυσό μου!» καὶ τὸν φίλησε. Ἀπ' ὅλους, ἡ Άλεξάνδρα θαύμασε περισσότερο τὴ μεγαλόπρεπη Κατίνα. Ἡ Πουλουδιὰ ὅμως λαχταροῦσε νὰ παίξει μὲ τὴν μπλοῦ μπάλα, τὴ Λουκία. Ὁ Ἀντώνης κύταζε ὅλους, ἕναν− ἕναν, ἀκατάδεχτα γιατὶ ντρέπουνταν. Τόσο ἀκατάδεχτα, ποὺ σὰν ἀντάμωσε ὁ Μανώλης τὸ βλέμμα του, ντράπηκε καὶ τρύπωσε κάτω ἀπὸ μιὰ καρέγλα καὶ κάθησε χάμω, μὲ τὸ κάθισμα τῆς καρέγλας στὸ κεφάλι του καὶ τὰ μάτια καρφωμένα στὸν Άντώνη, καὶ περίμενε. Μὰ ἡ Μαριόρα εἶχε ἐξαφανιστεῖ, καὶ τὰ τέσσερα ἀδέλφια δὲν ἤξεραν οὔτε τί νὰ ποῦν οὔτε τί στάση νὰ πάρουν ἐμπρὸς στ' ἄγνωστα ἐξαδέλφια, ἰδίως ἐμπρὸς στὴν Κατίνα καὶ στὴν ἀδελφή της, τὴ σιωπηλὴ Άλεξάνδρα, ποὺ τὰ κύταζαν σὰν ἀνθρωπάρια παράξενα καὶ σπάνια. Καὶ τότε, μ' ἕνα νάζι τοῦ κεφαλιοῦ, εἶπε ἡ Κατίνα, − «Ἐλᾶτε στὴν τραπεζαρία νὰ πάρετε μιὰ βυσινάδα.» Καὶ ξεκίνησαν τὰ ἕνδεκα ἐξαδέλφια, καὶ ἀνακατώθηκαν θέλοντας καὶ μὴ τὰ στελέχη τους. Καὶ σὰν μπῆκαν στὴν τραπεζαρία καὶ εἶδαν τὶς παστελαριὲς μὲ τὰ σησάμια καὶ τὰ ξερὰ ἀμύγδαλα, καὶ τὰ κουλούρια, καὶ τὸ στρογγυλὸ ρεβανί, κάτασπρο, πασπαλισμένο ψιλὴ ζάχαρη, καὶ τὶς ἀφράτες φέτες ψωμὶ καὶ τὴ βυσινάδα στὰ ποτήρια, λύθηκε ἡ γλώσσα ὁλωνῶν καὶ πῆγε ροδάνι. Καὶ βόησε ἡ τραπεζαρία σὰ δέντρο στὸ σούρουπο, ὅταν τὸ λέν τὰ σπουργίτια, πρὶν κατακαθήσουν νὰ κουρνιάσουν καὶ ν' ἀποκοιμηθοῦν. |
Π. Δέλτα, Τρελαντώνης, Αθήνα, Εστία, 1932, σ.σ. 85−96