ΕΠΙΛΟΓΕΣ
Ανθολογίες
Ανθολόγηση νεοελληνικής λογοτεχνίας (19ος-20ός αι.)
ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ
Το μυθιστόρημα εισάγεται στη νεοελληνική λογοτεχνία με την επιστολική του μορφή (βλ. το απόσπασμα από τον Λέανδρο του Π. Σούτσου), διάσημη ήδη στη Δυτική Ευρώπη από παλαιότερα. Παράλληλα όμως κατά τις δύο πρώτες μετεπαναστατικές δεκαετίες συνυπάρχουν στην πρωτότυπη νεοελληνική πεζογραφία τόσο οι ερωτικές μυθιστορίες (Η ορφανή της Χίου του Ιάκωβου Γ. Πιτσιπίου, Ο Ζωγράφος του Γρηγορίου Παλαιολόγου) όσο και τα διαδεδομένα είδη του μυθιστορήματος ηθών (Ο πίθηκος Ξουθ του Ιάκωβου Γ. Πιτσιπίου) και του πικαρικού μυθιστορήματος (Ο Πολυπαθής του Γρηγορίου Παλαιολόγου).
Η εικόνα βέβαια που έχουμε σήμερα για την πεζογραφία της περιόδου 1830-1880 έχει αλλάξει άρδην από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 χάρη στις ανασκαφικές εργασίες του Νάσου Βαγενά και της Σοφίας Ντενίση. Η παλαιότερη εντύπωση ότι όλη η πεζογραφική παραγωγή της περιόδου συνοψιζόταν στο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος αποδείχτηκε πως ήταν ανακριβής. Το υλικό που αναδείχτηκε από τη συστηματική βιβλιογραφική έρευνα και τη διεξοδική μελέτη ειδικότερων θεμάτων αποκάλυψε μια ποικίλη λογοτεχνική παραγωγή με πλήθος μυθιστορημάτων και διηγημάτων, δημοσιευμένων σε αυτοτελείς τόμους αλλά και σε περιοδικά και σε εφημερίδες. Το ζήτημα της πραγματογνωσίας των συγγραφέων είναι επίσης ένας μύθος που έχει διασαφηνιστεί. Ξέρουμε καλά σήμερα πως οι πεζογράφοι της περιόδου δεν αγνοούσαν τη γύρω τους σύγχρονη πραγματικότητα, όπως υποστήριζε η παλαιότερη έρευνα. Η αλήθεια είναι ότι οι πεζογράφοι αντλούσαν συχνά τα θέματά τους από τον κοινωνικό και πολιτικό περίγυρο, αλλά αυτό και μόνο δεν επαρκεί για να θεωρηθούν τα έργα τους ρεαλιστικά, αφού εξακολουθούν να διακρίνονται από υπερβολικό στόμφο και ακατάσχετη ρητορεία. Ο Κ. Θ. Δημαράς είχε επισημάνει έγκαιρα ότι «πολλά διηγήματα και μυθιστορήματα της εποχής αποτελούν απλές προεκτάσεις στα χρονογραφικά του Αγώνα, στα ιστορικά και τα εθιμογραφικά ενδιαφέροντα που εδέσποζαν τότε. Μπορούμε να πούμε ότι το μετεπαναστατικό μυθιστόρημα έχει την αρχή του μέσα στα σύγχρονα ενδιαφέροντα, και αποτελεί κι αυτό μια έκφραση (όπως ανάλογα παρατηρείται και για το θέατρο) της νεοελληνικής εθνικής συνείδησης. Έτσι η δημιουργική πεζογραφία βαστάει μέσα της την προετοιμασία των καταστάσεων που θα έρθουν μετά τον ρωμαντισμό» (Δημαράς 2000: 427-428). Δεν λείπουν πάντως και έργα γνήσια ρεαλιστικά, που περιπαίζουν τα ρομαντικά στερεότυπα και διερευνούν τη γυναικεία ψυχολογία, ακολουθώντας ρητά το παράδειγμα του Balzac (βλ. το διήγημα «Σύζυγος και εραστής» του Κωνσταντίνου Πωπ).
Διηγήματα και μυθιστορήματα με κριτική διάθεση απέναντι σε τρωτά της ελληνικής κοινωνίας και πολιτικής διοίκησης δημοσιεύονται πολύ νωρίς. Ήδη στον Εξόριστο του 1831 του Αλ. Σούτσου παρακολουθούμε, μεταξύ άλλων, μια αυστηρή κριτική της καποδιστριακής διακυβέρνησης, και στον Πολυπαθή του Γρηγόριου Παλαιολόγου μια αντίστοιχη κριτική της αδυναμιών της νεοελληνικής κοινωνίας και της βαυαροκρατίας (αυτό αναδεικνύει το απόσπασμα που ανθολογείται εδώ, αν και συνολικά το έργο ανήκει κυρίως στο πικαρικό είδος). Κριτική σε ξενολατρικές συμπεριφορές της ελληνικής αριστοκρατίας απαντάται στον Ζωγράφο του Γρηγόριου Παλαιολόγου αλλά και στον Πίθηκο Ξουθ του Ιάκωβου Γ. Πιτσιπίου. Εντονότερη είναι η κριτική διάθεση για τα κακώς κείμενα της ελληνικής διοίκησης στα μεταγενέστερα μυθιστορήματα Θάνος Βλέκας του Παύλου Καλλιγά και Η Στρατιωτική ζωή εν Ελλάδι του Χαρίλαου Δημόπουλου. Ειδική περίπτωση αποτελεί η συντριπτική σάτιρα (που απολήγει σε προγραμματική παρωδία), την οποία εξαπολύει στα 1866 εναντίον του ρομαντικού αφηγήματος ο Εμμ. Ροΐδης με την Πάπισσα Ιωάννα.
Σήμερα πλέον μπορούμε χάρη σε νεότερες διεισδυτικές μελέτες (των Γκότση, Δράκου, Καγιαλή, Καλαντζοπούλου και Τζιόβα) να δούμε περισσότερο υποψιασμένοι ακόμη και το ξενόθεμο αφήγημα (που παρουσιάζει μια αύξηση κυρίως γύρω στα 1850), καθώς άλλες φορές τα έργα αυτά μπορούμε να τα διαβάζουμε ως προσπάθειες για την ενημέρωση και πληροφόρηση του έλληνα αναγνώστη γύρω από την ευρωπαϊκή αστική πραγματικότητα, άλλοτε ως δείγματα συντονισμού των ελλήνων συγγραφέων με κυρίαρχες τάσεις της σύγχρονης και λίγο προγενέστερης ευρωπαϊκής λογοτεχνίας (βλ. εδώ το διήγημα «Ναϊάς» του Αλ. Ρ. Ραγκαβή), και άλλοτε ως έμμεσες αναγωγές σε ζητήματα και προβλήματα του ελλαδικού βασιλείου.
Η κυρίαρχη λειτουργία της πεζογραφίας της περιόδου 1830-1880 αναπτύσσεται στο άνυσμα του διπόλου τέρψη και διδαχή. Η διδακτική πρόθεση αφορά κυρίως το ζήτημα του έρωτα και ιδίως την προστασία των νεαρών κοριτσιών και των παντρεμένων γυναικών από τις ρομαντικές υπερβολές. Τέτοια διδακτικά διηγήματα περί έρωτος και γάμου που ανθολογούνται εδώ είναι, μεταξύ άλλων, «Η νύμφη της Αργολίδος» του Ιωάννη Δελιγιάννη και το «Σύζυγος και εραστής» του Κωνσταντίνου Πωπ ή ακόμη και ο «Συμβολαιογράφος» του Αλ. Ρ. Ραγκαβή. Στο ίδιο γενικότερο πλαίσιο (τέρψη-διδαχή) εντάσσεται και ο εγκυκλοπαιδισμός που εμφανίζεται σε πολλά πεζογραφικά έργα. Άλλες φορές αυτός ο εγκυκλοπαιδικός χαρακτήρας εστιάζεται στην ιστορική πληροφόρηση και άλλες στην ενημέρωση γύρω από τις επιστημονικές, τεχνολογικές, πολιτειακές, νομικές κ.ά. εξελίξεις συνήθως των προηγμένων δυτικών κρατών.
Το θεωρούμενο παλαιότερα κυρίαρχο είδος του ιστορικού μυθιστορήματος γνωρίζουμε σήμερα ότι εμφανίζεται ουσιαστικά, κάτω από το παράδειγμα του Scott, γύρω στα 1850 με τον Αυθέντη του Μορέως του Αλ. Ρ. Ραγκαβή (και το διήγημα «Επεισόδια της ιστορίας της Ελλάδος κατά την 13ην εκατονταετηρίδα»του Ιωάννη Δελιγιάννη). Βέβαια, μυθιστορήματα με ιστορικό υλικό, αλλά όχι ιστορικά, εμφανίζονται ήδη στις δεκαετίες του 1830 και του 1840 (βλ. εδώ Το Παλληκάριον του S. Sheridan Wilson ή ακόμη τον Λέανδρο του Π. Σούτσου, τον Θέρσανδρο του Επαμεινώνδα Φραγκούδη και τον Φλώρο του Λ. Σ. Καλλογερόπουλου). Στα ιστορικά μυθιστορήματα η θεματική αναφέρεται είτε στην περίοδο της Φραγκοκρατίας (στην παρούσα ανθολογία ο αναγνώστης μπορεί να συναντήσει την ενασχόληση με την περίοδο της Φραγκοκρατίας στα αποσπάσματα από τα συναφή θεατρικά έργα Μαρία Δοξαπατρή του Δημήτριου Ν. Βερναρδάκη και Ο τελευταίος κόμης των Σαλώνων του Σπυρίδωνα Λάμπρου), είτε στην Τουρκοκρατία (βλ. εδώ Η Βασιλική Σουλτάνα Αθηναία του Ν. Ε. Μακρή) είτε στον Αγώνα της ανεξαρτησίας (βλ. εδώ Η ηρωίς της ελληνικής επαναστάσεως του Στέφανου Ξένου) είτε, τέλος, στην ειδικότερη (αλλά πολύ διάσημη, και όχι μόνο στην ελληνική πεζογραφία) περίπτωση της προσωπικότητας και της δράσης του Αλή Πασά (βλ. εδώ Ο Κατσαντώνης και Αι τελευταίαι ημέραι του Αλή Πασά του Κωνσταντίνου Ράμφου, και η Τασσώ του Αχιλλέα Λεβέντη). Σε όλα αυτά τα έργα κυριαρχεί η διαπλοκή των θεμάτων της πατρίδας και του έρωτα, διαπλοκή που τη συναντούμε σε όλα τα προγενέστερα και μεταγενέστερα μυθιστορήματα του αιώνα που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θεματοποιούν υλικό από την ελληνική ιστορία (βλ. εδώ, π.χ., τον Θέρσανδρο του Επαμεινώνδα Φραγκούδη και το Το υποτιθέμενον φάντασμα του Νικόλαου Βωτυρά). Την αλλαγή στην προσέγγιση των ιστορικών θεμάτων και ειδικά της επανάστασης του 1821 τη βλέπουμε στον γειωμένο Λουκή Λάρα του Δημήτριου Βικέλα, που αποτελεί μια συνέχεια και μια ρήξη, «κλείνοντας» υπό μία έννοια την εποχή του ελληνικού ρομαντισμού και ανοίγοντας τον δρόμο στη γενιά του 1880.
Με το ζήτημα της εθνικής ιστορίας συνδέεται και ο λόγος των απομνημονευματογράφων του Αγώνα (που εδώ εκπροσωπείται από τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη), είδος που εντάσσεται οργανικά μέσα στη γενικότερη έκρηξη του ρομαντικού εγώ και του ιστορικιστικού πνεύματος. Με τις αναμνήσεις από τα χρόνια του Αγώνα συνδέεται και το αφήγημα «Άγιος Νικόλαος» του Νικόλαου Δραγούμη, στο οποίο όμως αναγνωρίζονται παράλληλα και οι διαπλοκές του με τη διάσημη ευρωπαϊκή τάση των δεκαετιών 1830-1840 για ναυτικές διηγήσεις και ειδικότερα για ναυάγια.
Αρκετά μυθιστορήματα της περιόδου εστιάζουν σε μια οθωμανική/τουρκική θεματική, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση άλλοτε σε λάγνα χαρακτηριστικά της οθωμανικής Ανατολής (βλ. εδώ το αγαπημένο θέμα του οθωμανικού χαρεμιού στον Αλη-Χουρσχήδ Μπέη του Βασίλειου Νικολαΐδη) και άλλοτε σε διεργασίες και προβληματισμούς στο εσωτερικό της οθωμανικής διοίκησης (βλ. εδώ Ο Διάβολος εν Τουρκία του Στέφανου Ξένου).
Μεγάλος είναι και ο αριθμός πρωτότυπων λαϊκών μυθιστορημάτων ποικίλης θεματικής (ιστορικά, ερωτικά, ληστρικά), κυρίως από το 1850 κ.ε., που συντονίζονται με την πληθώρα των αντίστοιχων γαλλικών μεταφράσεων. Ξεχωρίζουν ιδιαίτερα και μελετώνται τα τελευταία χρόνια τα ληστρικά αφηγήματα, με θέματα γύρω από τα ήθη των ληστών, αλλά και τα απόκρυφα ή μυστήρια πόλεων, έργα δηλαδή που ασχολούνται κυρίως με τη ζωή του υποκόσμου των μεγάλων αστικών κέντρων επιδιώκοντας παράλληλα να αναδείξουν τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων. Στην παρούσα ανθολογία το ληστρικό αφήγημα εκπροσωπείται με αποσπάσματα από την Αιματωμένη λίμνη του Πάνου Δ. Ηλιόπουλου και από τον Παράφρονα ερημίτη του Λάμπρου Ενυάλη. Το απόκρυφο μυθιστόρημα εκπροσωπείται με ένα απόσπασμα από τα Απόκρυφα Κωνσταντινουπόλεως του Χριστόφορου Σαμαρτσίδη. Το λαϊκό ερωτικό μυθιστόρημα, όπου διαπλέκονται όπως είδαμε τα θέματα του έρωτα και της πατρίδας, εκπροσωπείται με απόσπασμα από το Υποτιθέμενον φάντασμα του Νικόλαου Βωτυρά. Ασφαλώς όμως, στοιχεία λαϊκού μυθιστορήματος εμφανίζονται και σε έργα γνωστών συγγραφέων, π.χ. του Στ. Ξένου και του Κ. Ράμφου. Το ζήτημα άλλωστε σχετικά με το τι είναι λαϊκό αυτή την περίοδο ανέκυψε από τις πρόσφατες μελέτες και παραμένει ακόμη ανοιχτό.
Απόρροια των γενικότερων προβληματισμών και εξελίξεων της νεοελληνικής διανόησης, όπως είδαμε με αφορμή και την περίπτωση της ποίησης, είναι το αρχαιόθεμο αφήγημα που πυκνώνει στη νεοκλασικιστική δεκαετία του 1860. Η συγκεκριμένη τάση, που έρχεται και ως αντίδραση στο μεταφραστικό κύμα των γαλλικών ρομαντικών μυθιστορημάτων, αντιπροσωπεύεται εδώ με τα αποσπάσματα από τα διηγήματα «Ο καύνειος έρως» του Τιμολέοντα Αμπελά και «Ο αναμμένος δαυλός ή Τα κατά Πάριν (Αλέξανδρον) και Οινώνην» του Δημήτριου Πανταζή.
Το αρχαιόθεμο αυτό κύμα συμπαρασύρει ακόμη και τα πρώιμα δείγματα της παιδικής / νεανικής / ηθικοδιδακτικής λογοτεχνίας, που αρχίζουν να εμφανίζονται συστηματικά στα ίδια πάνω κάτω χρόνια, από τα τέλη της δεκαετίας του 1850 κ.ε., όπως ανέδειξε η συστηματική βιβλιογραφία του Κυριάκου Ντελόπουλου. Ο χώρος αυτός εκπροσωπείται εδώ με ένα απόσπασμα από το πιο διάσημο σχετικό έργο της περιόδου, τον Γεροστάθη του Λέοντος Μελά.
Συναντούμε ακόμη και μια σειρά κειμένων που ασχολούνται με τη σύγχρονη αθηναϊκή ζωή, και που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως πρώιμα δείγματα της αποκαλούμενης αθηναιογραφίας, τάση που πυκνώνει κυρίως αργότερα, στη δεκαετία του 1890 (βλ. εδώ «Ο κιθαρωδός» του Π. Δ. Ηλιόπουλου, και «Ο Μαμμελούκος» του Μαρίνου Παπαδόπουλου Βρετού). Τη σύγχρονη αθηναϊκή ζωή την παρακολουθούμε και σε μια σειρά έργων, που θα αποκαλούσαμε (όπως γίνεται αργότερα) κοινωνικές (=αθηναϊκές) μελέτες. Το είδος της κοινωνικής μελέτης, που εκδηλώνεται με σύντομα, σχετικά, αφηγήματα που κρίνουν συμπεριφορές και φαινόμενα κυρίως της αστικής κοινωνίας της Αθήνας (αστική υποκρισία, κυνήγι του χρήματος κ.ά.) και που αρχίζει να εμφανίζεται στα περιοδικά και τις εφημερίδες από τη δεκαετία του 1870, εκπροσωπείται εδώ με το «Η εσπερίς του κυρίου Σουσαμάκη» του Άγγελου Βλάχου.
Παράλληλα όμως, κατά την ίδια περίοδο, ιδιαίτερα μέσα στη δεκαετία του 1870, συναντά κανείς εν σπέρματι και την ανακάλυψη της ελληνικής επαρχίας (βλ. το ηθογραφικό διήγημα «Το μανδήλι της αγάπης» του Ευγένιου Ζαλοκώστα), που θα αξιοποιηθεί κατά κόρον από την επόμενη δεκαετία. Αυθεντικές ωστόσο όψεις από τη ζωή της αγροτικής ελληνικής επαρχίας είχε αναπαραστήσει λογοτεχνικά από τις αρχές τις δεκαετίας του 1850 ο Δημήτριος Αινιάν επιδιώκοντας να λειτουργήσει παιδευτικά για το κοινό της επαρχίας και να συμβάλει στη βελτίωση των συνθηκών της ζωής του. Την άντληση υλικού από την ελληνική επαρχία και τον λαογραφικό της πλούτο αξίζει επίσης να τη δει κανείς, μέσα σε άλλο πλαίσιο, και στα ποιήματα «Μνηστή Ανδρία» του Χρήστου Α. Παρμενίδη και «Η νεράιδα» του Ι. Παπαδιαμαντόπουλου.
Μέσα στην ίδια περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους και μεταιχμιακά είδη του δημοσιογραφικού λόγου που ξεφεύγουν από τον χαρακτήρα του πολιτικού και κοινωνικού άρθρου, όπως είναι το χρονογράφημα και το ευθυμογράφημα ή η (φιλολογική και κοινωνική) επιφυλλίδα («επινομίς» είναι ο όρος που χρησιμοποιεί ο κορυφαίος εκπρόσωπος του είδους στην Ελλάδα Ειρηναίος Ασώπιος) (Κασίνης 2005: 47-49) (βλ. εδώ «Τα δώρα της Μοίρας» του Ειρ. Ασώπιου).