Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ύστερος -η -ο [ísteros] Ε5 : 1.(λόγ.) που ακολουθεί, κατοπινός, επόμενος: Ύστερη σκέψη. Σε υστερότερους χρόνους. (έκφρ.) εκ των υστέρων, κατόπιν, αφού συμβεί ή πραγματοποιηθεί κτ. ANT εκ των προτέρων: Εκ των υστέρων είναι εύκολο να κάνεις κριτική. 2. (λογοτ.) τελευταίος, στερνός: Tο ύστερο φιλί.
ύστερα* ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. ὕστερος]