Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όμοιος -α -ο [ómios] Ε6 : α. που διαφέρει ελάχιστα ή καθόλου από κπ. ή από κτ. άλλο, που έχει κοινά με αυτόν τα περισσότερα ή τα σημαντικότερα γνωρίσματα. ANT ανόμοιος: Δύο όμοια σπίτια / υφάσματα. Όμοιοι γραφικοί χαρακτήρες. Είναι εντελώς όμοιοι, ίδιοι. Δύο σκίτσα όμοια που όμως διαφέρουν σε κάτι. Άνθρωποι όμοιοι μεταξύ τους, στην εξωτερική εμφάνιση και κυρίως στο χαρακτήρα. || (ως ουσ.): Tέτοια κάνεις μόνο εσύ κι οι όμοιοί σου. (έκφρ.) δεν έχει τον / το όμοιό του, για κπ. ή για κτ. που έχει ορισμένη ιδιότητα, καλή ή κακή, σε πολύ έντονο βαθμό. ~ τον όμοιο, για να δηλώσουμε ότι ο καθένας προτιμά να συναναστρέφεται τον όμοιό του. (απαρχ.) ~ ομοίω αεί πελάζει*. ΠAΡ ~ τον όμοιο και η κοπριά* στα λάχανα. β. (γεωμ.) όμοια σχήματα, που έχουν τις γωνίες ίσες, μία προς μία, και τις πλευρές, που σχηματίζονται απέναντι από τις ίσες γωνίες, ανάλογες.
όμοια & (λόγ.) ομοίως ΕΠIΡΡ με όμοιο τρόπο: Mιλάει ~ σε μικρούς και μεγάλους. ΦΡ ίσα* κι ~. [αρχ. ὅμοιος· λόγ. < αρχ. ὁμοίως]
- ομοιοστασία η [omiostasía] Ο25 : (βιολ.) αρχή σύμφωνα με την οποία οι οργανισμοί τείνουν να διατηρήσουν σταθερές ορισμένες λειτουργίες, ιδιότητες κτλ. παρά τις μεταβολές του εξωτερικού περιβάλλοντος: H ~ στηρίζεται, εκτός των άλλων, στη λειτουργία του ανοσοποιητικού συστήματος.
[λόγ. < νλατ. homeostasis < homeo- = ομοιο- + αρχ. στάσ(ις) -ία]