Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ωστόσο [ostóso] συνδ. αντιθ. : ύστερα από τελεία ή άνω τελεία, στην αρχή, ύστερα από μία ή περισσότερες λέξεις ή στο τέλος της πρότασης, εκφράζει σε σχέση με τα προηγούμενα αντίθεση ή εναντίωση σε ήπιο τόνο: Kατάλαβε ότι ήταν ψέμα. Δεν είπες τίποτε ~. Ήταν πολύ έξυπνος· ~ τίποτε δεν πέτυχε στη ζωή του, παρ΄ όλα αυτά. || βοηθά την αφήγηση, ενώ η αντίθεση μόλις διαφαίνεται: Tα χρόνια ~ περνούσαν, και τα νέα που παίρναμε ήταν λιγοστά.
[< φρ. ως τόσο]