Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ωθώ
1 εγγραφή
ωθώ [oθó] -ούμαι Ρ10.9 : α. (λόγ.) ασκώ πίεση, δύναμη επάνω σε κτ. προς μια ορισμένη κατεύθυνση (συνήθ. προς τα εμπρός), έτσι ώστε να το φέρω σε μια άλλη θέση· σπρώχνω. ANT τραβώ, έλκω: H δύναμη του ατμού ωθεί το έμβολο προς τα επάνω. ~ προς τα εμπρός, προωθώ. || «Ωθήσατε», επιγραφή σε εισόδους που ειδοποιεί για το πώς ανοίγει η πόρτα. β. (μτφ.) παρακινώ κπ. σε μια ενέργεια, τον κάνω να κάνει κτ.: Tι σε ώθησε να παραιτηθείς; Aγνοώ τα κίνητρα που τους ωθούν σε μια τέτοια απόφαση.

[λόγ.: α: αρχ. ὠθῶ· β: σημδ. του λαϊκού σπρώχνω ή του γαλλ. pousser]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες