Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψύχωση η [psíxosi] Ο33 : 1.(ψυχιατρ.) ψυχασθένεια κατά την οποία ο ασθενής δεν αναγνωρίζει (σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στη νεύρωση) τη νοσηρότητά του. 2α. βασανιστική έμμονη ιδέα που προκαλεί ταραχή στη συνείδηση ατόμου ή συνόλου: Mαζική ~. β. (μτφ.) υπερβολικό πάθος, αγάπη για κτ.: Έχει ~ με τη μουσική.
[λόγ. < γαλλ. psychose < psych(o)- = ψυχ(ο)- 2 -ωσις > -ωση κατά το névrose = νεύρωση (διαφ. το ελνστ. ψύχωσις `αναζωογόνηση΄)]