Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψύλλος ο [psílos] Ο18 : κοινή ονομασία εντόμων, παρασίτων του ανθρώπου και των ζώων: Tα πίσω πόδια του ψύλλου είναι μακρύτερα, και γι΄ αυτό μπορεί να κάνει μεγάλα πηδήματα. ΦΡ για ψύλλου πήδημα, για εντελώς ασήμαντη αφορμή ή αιτία: Aνάποδος άνθρωπος· ήταν ικανός να σου κόψει την καλημέρα για ψύλλου πήδημα. ψάχνω / γυρεύω ψύλλους στ΄ άχυρα, αναζητώ κτ. που, μέσα σ΄ ένα πλήθος πραγμάτων, στοιχείων, γεγονότων κτλ., δεν είναι παρά μια ασήμαντη και ελάχιστη λεπτομέρεια, ή κτ. που είναι αδύνατο να βρεθεί. μπαίνουν ψύλλοι στ΄ αυτιά μου, αρχίζω να υποψιάζομαι, να υποπτεύομαι κτ. που με κάνει να ανησυχώ, ψυλλιάζομαι. βάζω σε κπ. ψύλλους στ΄ αυτιά, τον κάνω να αρχίσει να υποψιάζεται, να υποπτεύεται κτ. ούτε ~ στον κόρφο του, (ως απευχή) σε καμιά περίπτωση δε θα επιθυμούσα να μου συμβεί τέτοιο κακό. καλιγώνει / πεταλώνει (τον) ψύλλο, είναι πολύ έξυπνος, επιτήδειος.
[αρχ. ψύλλα ἡ, ψύλλος ὁ]