Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψυχρός -ή -ό [psixrós] Ε1 : 1.που έχει μια θερμοκρασία αισθητά πολύ πιο χαμηλή από τη θερμοκρασία του ανθρώπινου σώματος· (πρβ. κρύος, παγωμένος). ANT θερμός: Ψυχρό νερό. Ψυχρή επιφάνεια. ~ χώρος. Ψυχρό δωμάτιο. Ψυχρή ατμόσφαιρα. Ψυχρό κλίμα. ~ καιρός. ~ αέρας / άνεμος. Οι ψυχρές νύχτες του χειμώνα. Οι ψυχρές χώρες του βορρά. (κατάρα) την κακή και την ψυχρή σου ή την κακή, ψυχρή σου μέρα. 2. (μτφ., για πρόσ. και συμπεριφορά, ενέργεια κτλ.) α. που δεν επηρεάζεται από συναισθηματικούς ή ηθικούς παράγοντες και καταστάσεις: ~ υπολογιστής. Aδίστακτος και ~ δολοφόνος. ~ και ουδέτερος παρατηρητής των γεγονότων. Ψυχρή λογική / σκέψη. ΦΡ εν ψυχρώ, με πλήρη συνείδηση και χωρίς κανένα ηθικό ενδοιασμό: Tον σκότωσε εν ψυχρώ. β. που δείχνει έλλειψη ψυχικής θέρμης, συναισθηματικότητας, καλής διάθεσης, ενθουσιασμού, συμπάθειας κτλ., χωρίς όμως και να προχωρεί σε κάποια σαφώς εχθρική ενέργεια· κρύος. ANT θερμός: ~ χαρακτήρας / άνθρωπος. ANT εκδηλωτικός. Ψυχρή υποδοχή / συμπεριφορά. ANT εγκάρδιος. Tι ψυχρή υποδοχή! με δυσκολία μού άπλωσε το χέρι του. Tυπική και ψυχρή πρόσκληση. Ψυχρό βλέμμα / ύφος, ανέκφραστο, παγερό. Tυπικός και ~ χαιρετισμός. || Ψυχρή γυναίκα / ~ άντρας, υποτονικοί στο σεξουαλικό τομέα. || ΦΡ ~ πόλεμος, περίοδος έντασης ανάμεσα σε κράτη που χαρακτηρίζεται από συστηματικές εχθρικές ενέργειες και έντονο ανταγωνισμό που δεν οδηγούν όμως σε ένοπλη σύρραξη· ιδιαίτερα η περίοδος ύστερα από τη λήξη του β' παγκόσμιου πολέμου που χαρακτηρίστηκε από μεγάλη ένταση στις σχέσεις μεταξύ του δυτικού και του ανατολικού συνασπισμού. γ. που δεν προκαλεί κάποια έντονη συναισθηματική αντίδραση (συγκίνηση, ενδιαφέρον κτλ.): Ψυχρά μουσειακά αντικείμενα.
ψυχρά ΕΠIΡΡ στη σημ. 2: Mας υποδέχτηκαν ~. Σκέπτεται ~. (έκφρ.) κακά, ~ κι ανάποδα, για κακή κατάσταση ή εξέλιξη πράγματος, υπόθεσης. [αρχ. & λόγ. < αρχ. ψυχρός (φρ. ψυχρός πόλεμος < λόγ. μτφρδ. αγγλ. cold war < μτφρδ. ισπαν. guerra fria, για τις σχέσεις Iσπανών και Aράβων κατά το μεσαίωνα)]