Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: ψυχρο-
1 item total
ψυχρο- [psixro] & ψυχρ- [psixr], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν & ψυχρό- [psixró] ή ψύχρ- [psíxr], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαί νει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες συνήθ. λόγιες ή επιστημο νικές λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. αναφέρε ται στην έννοια του ψυχρού, κρύου συνήθ. νερού: ~λουσία. || (βιολ.) ψυχρόαιμα. || (μτφ.) ψύχραιμος, ψυχραιμία. 2. (επιστ.) με αναφορά στην έννοια του ψύχους· (πρβ. κρυο-): ψυχρόφιλος· ~φοβία. 3. γίνεται χωρίς την επίδραση της θερμότητας: ~βαφή.

[λόγ. < αρχ. ψυχρ(ο)- θ. του επιθ. ψυχρό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. ψυχρο-λουσία `κρύο μπάνιο΄, ελνστ. ψυχρο-βαφής & < διεθ. pcychro- < αρχ. ψυχρο-: ψυχρό-φιλος < διεθ. psychro- + -phile & μτφρδ.: ψυχρ-αιμία < γαλλ. sang froid, ψυχρο-πολεμικός < αγγλ. cold war-, ψυχρό-αιμα < αγγλ. cold-blooded ή γαλλ. à sang froid]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go