Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψυγείο το [psijío] Ο39 : 1α.συσκευή που αποτελείται από θάλαμο μέσα στον οποίο αναπτύσσεται, με τη βοήθεια μιας πηγής ψύχους (πάγου ή ψυκτικού μηχανήματος), χαμηλή θερμοκρασία, κατάλληλη για τη διατήρηση ή το πάγωμα τροφών ή ποτών: Οικιακό / επαγγελματικό / ηλεκτρικό / φορητό ~. Bάζω στο ~ το φαγητό / το κρέας / τα ψάρια / το κρασί. Tα λαχα νικά διατηρούνται φρέσκα στο ~. Φέρε μου ένα νερό από το ~. ~ πάγου, παγωνιέρα. ΦΡ μπαίνει κτ. στο ~, για υπόθεση, θέμα κτλ. που δεν αντιμετωπίζεται και μένει ημιτελής. β. συσκευή ή τμήμα μηχανής που εμποδίζει την ανάπτυξη υψηλής θερμοκρασίας: Tο ~ της μηχανής ενός αυτοκινήτου. γ. όχημα διαμορφωμένο κατάλληλα για τη μεταφορά ευπαθών προϊόντων που πρέπει να διατηρούνται σε χαμηλή θερμοκρασία: Aυτοκί νητο / βαγόνι ~. Δεκάδες ψυγεία έμειναν μπλοκαρισμένα στα σύνορα. 2. (μτφ.) για χώρο ιδιαίτερα ψυχρό: ~ είναι το δωμάτιο. Πώς κάθεσαι εδώ μέ σα· ~ έγινε το σπίτι, δεν ανάβεις το αερόθερμο;
ψυγειάκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1α. [λόγ. < ελνστ. ψυγεῖον `παγωνιέρα΄]
- ψυγειοκαταψύκτης ο [psijiokatapsíktis] Ο10 : ειδικό ψυγείο βαθιάς κατάψυξης, όπου μπορούν να συντηρηθούν τα τρόφιμα μεγάλο χρονικό διάστημα.
[λόγ. ψυγεί(ον) -ο- + καταψύκτης]