Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψαρο- 1 [psaro] & ψαρό- [psaró], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ψαρ- [psar], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [a] : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό: 1. είναι κατάλληλο για την αλιεία, το ψάρεμα: ψαρόβαρκα, ~κάικο, ~ντούφεκο. 2. αναφέρεται στο ψάρι: ψαραγορά, ~κεφαλή, ~κόκαλο, ~ταβέρνα, ψαρότοπος, ~φαγάς. 3. προέρχεται από το ψάρι: ψαρόκολλα, ψαρόλαδο. || γίνεται από ψάρι: ψαρόσουπα.
[μσν. ψαρ(ο)- θ. του ουσ. ψάρ(ι) -ο- ως α' συνθ.: μσν. ψαρο-λόγος τίτλος έργου που αναφέρεται στα ψάρια]
- ψαρο- 2 : το επίθ. ψαρός ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα· δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο έχει σε γκρίζα απόχρωση αυτό που δηλώνει το β' συνθετικό: ~γένης, ~μάλλης.
[θ. του επιθ. ψαρ(ής), ψαρ(ός) -ο-]