Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ψήγμα το [psíγma] Ο48 (συνήθ. πληθ.) : α.ρινίσματα μετάλλου. β. λεπτότατα και μόλις ορατά τεμάχια μετάλλου που βρίσκονται σε προσχωσιγενή εδάφη: Ψήγματα χρυσού.
[λόγ. < αρχ. ψῆγμα]