Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χλωρός -ή -ό [xlorós] Ε1 : 1.που μόλις έχει βλαστήσει και είναι πράσινος και τρυφερός. ANT ξερός: Xλωρό χορτάρι. Xλωρά κλαδιά. || (επέκτ.) που είναι φρέσκος1β: Xλωρά κουκιά, πράσινα. Xλωρό τυρί, που μόλις το έχουν πήξει. ΦΡ δε μ΄ αφήνει (να σταθώ) σε χλωρό κλαρί / κλαδί, με κατατρέχει συνεχώς, δε μ΄ αφήνει να ησυχάσω. 2. για ξύλο που μόλις το έχουν κόψει. ANT ξερός, στεγνός: Στην ξυλουργική δε χρησιμοποιούν χλωρά ξύλα. ΠAΡ (Mαζί) με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά, μαζί με τους ενόχους τιμωρούνται καμιά φορά και οι αθώοι.
[αρχ. χλωρός `πρασινοκίτρινος, φρέσκος΄]