Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χιονάνθρωπος
1 εγγραφή
χιονάνθρωπος ο [xonánθropos] Ο20 : ομοίωμα ανθρώπου από χιόνι.

[χιον(ο)- + άνθρωπος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες