Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειρόφρενο το [xirófreno] Ο41 : φρένο που λειτουργεί με το χέρι και που το χρησιμοποιούν για να σταθεροποιήσουν ένα σταθμευμένο όχημα.
[λόγ. χειρο- + φρένον μτφρδ. γαλλ. frein à main ή γερμ. Handbremse]