Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαρταετός ο [xartaetós] & χαρταϊτός ο [xart(ai)tós] Ο17 : κατασκευή από λεπτό χαρτί ή από πλαστικό, τεντωμένο επάνω σε πολυγωνικό πλαίσιο, που τη δένουν σε μακρύ σπάγγο και την αφήνουν να πετάξει με τη βοήθεια του ανέμου· αετός 12: Tην Kαθαρή Δευτέρα τα παιδιά πετούν χαρταετούς. Aμόλα την καλούμπα για να πάει ψηλά ο ~. H ουρά του χαρταετού, από λουρίδες χαρτιού.
[λόγ. χαρτ(ο)-
+ αετός· κατά το αετός > αϊτός]1