Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαμομήλι το [xamomíli] Ο44 & χαμόμηλο το [xamómilo] Ο41 : 1.φυτό του αγρού που τα άνθη του έχουν στη μέση μια κίτρινη ημισφαιρική προεξοχή και γύρω απ΄ αυτή άσπρα φυλλαράκια που περιέχουν φαρμακευτικές ουσίες. 2. αφέψημα από αποξηραμένα άνθη του παραπάνω φυτού, που το χρησιμοποιούν γιατί βοηθάει στην πέψη και θεραπεύει τους ερεθισμούς του δέρματος ή των βλεννογόνων: Ήπιε ένα ~ για το στομάχι. || (ειρ.): Παντόφλες και ~, ως χαρακτηριστικό ρόφημα των γερόντων.
[-μηλο: μσν. χαμόμηλον < ελνστ. χαμαίμηλον κατά την εξέλ. χαμαί > χάμω, με εισαγωγή του συνδετικού φων. -ο- για ένδειξη σύνθ.· -μήλι: *χαμομήλιον με αποφυγή της χασμ. υποκορ. του μσν. χαμόμηλ(ον) -ιον]