Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
15 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χαζο- [xazo] & χαζό- [xazó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1α. (για πρόσ.) προσδίδει την ιδιότητα του χαζού: χαζόγρια· χαζότρελος· ~φέρνω. β. για πρόσωπο που χαρακτηρίζεται από την υπερβολική του αγάπη και ενασχόληση με μικρό συνήθ. παιδί, με το οποίο έχει το συγγενικό δεσμό που δηλώνει το β' συνθετικό: ~θεία, ~μαμά, ~μπαμπάς. 2. προσδίδει στο β' συνθετικό τη σημασία ανόητος, χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο: ~κουβέντα, χαζόλογο· ~γελώ.
[θ. του επιθ. χαζ(ός) -ο-]
- χαζοβιόλης ο [xazovjólis] Ο11 θηλ. χαζοβιόλα [xazovjóla] Ο25α : (μειωτ., οικ.) για άνθρωπο ανόητο, συνήθ. όμως καλοσυνάτο.
[χαζο- + βιολ(ί) -ης (σύγκρ. φρ.: `το ίδιο βιολί΄)· χαζοβιόλ(ης) -α]
- χαζογελώ [xazojeló] & -άω Ρ10.4α : (οικ.) γελώ σαν χαζός, χωρίς λόγο.
[χαζο- + γελώ]
- χαζοκουβέντα η [xazokuvénda] Ο25α : α.ανόητα λόγια. β. συζήτηση χωρίς σοβαρό περιεχόμενο για να περάσει η ώρα.
[χαζο- + κουβέντα]
- χαζοκούτι το [xazokúti] Ο44 : (μειωτ.) η συσκευή της τηλεόρασης, για να δηλώσουμε ότι τα προγράμματά της αποβλακώνουν τους θεατές.
[χαζο- + κουτ(ί) -ι]
- χαζολόγημα το [xazolójima] Ο49 : η ενέργεια του χαζολογώ, το να περνάει κάποιος άσκοπα την ώρα του: Άσε το ~ και δούλευε!
[χαζολογη- (χαζολογώ) -μα]
- χαζολογώ [xazoloγó] & -άω Ρ10.1α : (οικ.) περνώ πολλή ώρα χαζεύοντας.
[χαζο- + -λογώ]
- χαζομαμά η [xazomamá] Ο23 : (οικ.) για μητέρα η οποία από την υπερβολική αγάπη για το μικρό συνήθ. παιδί της ασχολείται και απασχολεί τους άλλους συνεχώς με αυτό.
[χαζο- + μαμά]
- χαζομάρα η [xazomára] & χαζαμάρα η [xazamára] Ο25α : α.η ιδιότητα του χαζού: Tι περιμένεις απ΄ αυτόν με τέτοια ~ που έχει! (έκφρ.) είναι καλός μέχρι χαζομάρας, υπερβολικά καλός. β. ενέργεια ή λόγος που ταιριάζει σε χαζό, σε ανόητο: Tι ~ είναι αυτή που έκανες; Όλο χαζομάρες λέει.
[χαζ(ός) -ομάρα, -αμάρα]
- χαζομπαμπάς ο [xazobabás] Ο1 : (οικ.) για πατέρα ο οποίος από την υπερβολική αγάπη προς το μικρό συνήθ. παιδί του ασχολείται και απασχολεί τους άλλους συνεχώς με αυτό.
[χαζο- + μπαμπάς]