Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: χαίτη
1 item total
χαίτη η [xéti] Ο30 : οι μακριές τρίχες που κρέμονται από τον αυχένα ορισμένων ζώων: H ~ του αλόγου / του λιονταριού. Tίναξε τη ~ του. Aνεμίζει η ~ του καθώς τρέχει. Tα μακριά μαλλιά του κρέμονται σαν ~. || (επέκτ., συνήθ. μειωτ.) μαλλιά, άφθονα και μακριά που κρέμονται στους ώμους.

[λόγ. < αρχ. χαίτη]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go