Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χάρισμα
2 εγγραφές [1 - 2]
χάρισμα το [xárizma] Ο49 : 1.έμφυτη ικανότητα, ψυχικό ή πνευματικό προσόν: H φύση / ο Θεός δίνει σ΄ όλους τους ανθρώπους κάποιο ~. Έχει πολλά χαρίσματα αυτό το παιδί, χάρες. Έχει το ~ του λόγου, το ταλέντο να μιλάει καλά· ευγλωττία. 2. (ως επίρρ.) χωρίς πληρωμή ή αντάλλαγμα· δωρεάν, τζάμπα: Επειδή έκανα πολλά ψώνια μου έδωσε μια τσάντα ~. (έκφρ.) ούτε ~ δεν το θέλω, για κτ. ασήμαντο, τιποτένιο. || (επέκτ.) για κτ. πολύ φτηνό· τζάμπα: Aυτό το οικόπεδο το έδωσα / το πήρα ~. (ως κτγ.): Aυτά τα παπούτσια είναι ~, θα τα πάρω. (έκφρ.) χάρισμά σου / του!, για κτ. που δεν καταδεχόμαστε να κρατήσουμε.

[ελνστ. χάρισμα `χάρη που προσφέρεται, δώρο΄]

χαρισματικός -ή -ό [xarizmatikós] Ε1 : που έχει κάποιο χάρισμα1, συνήθ. για δημόσια πρόσωπα προικισμένα με ιδιαίτερες ικανότητες, που κερδίζουν τη λαϊκή υποστήριξη και κυβερνούν: ~ ηγέτης. Xαρισματική ηγεσία.

[λόγ. < αγγλ. charismatic < ελνστ. χαρισματ- (χάρισμα) -ic = -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες