Dictionary of Standard Modern Greek
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- χάριν [xárin] (ως πρόθ.) : (λόγ.) συνήθ. στις εκφράσεις λόγου* ~ / χάρη. παραδείγματος* ~ / χάρη. ~ / χάρη γούστου*. ~ παιδιάς*. ~ ευκολίας / συντομίας, για ευκολία / για συντομία. ~ ποικιλίας*. ~ φιλίας*.
[λόγ. < ελνστ. χάριν (δες στο χάρις) `για το χατίρι κάποιου΄ & σημδ. νλατ. gratia]