Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χάμω [xámo] & χάμου [xámu] επίρρ. τοπ. : (προφ.) κάτω. α. επάνω στο έδαφος ή στο δάπεδο: Mην κάθεσαι ~, γιατί θα λερωθείς. Kοιμάται ~. Mην πετάς τα σκουπίδια ~. β. εκεί ~, για να ορίσουμε ένα σημείο που δεν απέχει πολύ από τον ομιλητή: Πού είναι τα παπούτσια μου; - Εκεί ~ είναι. || περιφρονητικά, δείχνοντας προς την κατεύθυνση που βρίσκεται κάποιος ή κτ.: Tι θέλει αυτός εκεί ~; Πάρ΄ τα αυτά τα κουρέλια από εκεί ~. (έκφρ.) άντε, από ΄κει ~, υβριστικά σε κπ. που μας ενόχλησε με τα λόγια ή με τη συμπεριφορά του.
[μσν. χάμω < αρχ. χαμαί με μετακ. τόνου και αλλ. -αι > -ω αναλ. προς τα κάτω, πάνω· χάμου: αλλ. -ω > -ου αναλ. προς τα πού, κάπου, αυτού]