Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φόνος
1 εγγραφή
φόνος ο [fónos] Ο18 : βίαιη αφαίρεση της ζωής ανθρώπου από άνθρωπο· (πρβ. ανθρωποκτονία). || (νομ.) η προμελετημένη ανθρωποκτονία: Kατηγορείται για το φόνο δύο ατόμων. Διαπράττω / κάνω φόνο, σκοτώνω. Tα αίτια του φόνου παραμένουν άγνωστα και ο δράστης ασύλληπτος.

[λόγ. < αρχ. φόνος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες