Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φταίω [ftéo] Ρ ενεστ. φταις, φταίει, φταίμε, φταίτε, φταίνε και φταιν, πρτ. έφταιγα, αόρ. έφταιξα, απαρέμφ. φταίξει : 1. κάνω εσφαλμένες ενέργειες ή συμπεριφέρομαι εσφαλμένα και προκαλώ ένα δυσάρεστο, αρνητικό αποτέλεσμα: Aναγνωρίζω / ομολογώ ότι έφταιξα και ζητώ συγνώμη. Φταίξαμε όλοι μας και τώρα θα πληρώσουμε. 2. είμαι ο υπαίτιος, ο ένοχος, ο υπεύθυνος εσφαλμένης ενέργειας ή συμπεριφοράς με δυσάρεστα, αρνητικά αποτελέσματα: Δε ~ εγώ για τη σύγκρουση. Εσύ φταις για όλα. ~ εγώ που σε βοήθησα, δεν έπρεπε να σε βοηθήσω. Ποιος / τι φταίει για την ήττα της ομάδας; ΠAΡ Φταίει ο γάιδαρος* και δέρνουν το σαμάρι.
[μσν. φταίω < αρχ. πταίω με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] ]