Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φραντζόλα
1 εγγραφή
φραντζόλα η [frandzóla] Ο25 : ψωμί με μακρόστενο σχήμα: Έφαγε μια ~ (ψωμί). Tα μπράτσα της ήταν παχουλά και αφράτα σαν φραντζόλες. φραντζολάκι το YΠΟKΟΡ. φραντζολίτσα η YΠΟKΟΡ.

[από ξένη λ. που σημαίνει: `γαλλικός΄, πρβ. τουρκ. francala ( [frá-] ) ίδ. σημ., ρωσ. frantsuskaja bulka `γαλλικό φραντζολάκι΄· φραντζόλ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες