Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φοροκλέπτω [foroklépto] Ρ αόρ. φοροέκλεψα, απαρέμφ. φοροκλέψει : κάνω φοροκλοπή.
[λόγ. φορο(κλοπή) + κλέπτω κατά το σχ.: κλοπή - κλέπτω (δες στο κλέβω) (η σύνθ. είναι έξω από τους κανόνες της ελλην.)]